Οι περισσότεροι ερημίτες δεν άφησαν κανένα γραπτό αρχείο αλλά η ζωή τους και οι πράξεις τους έχουν επιζήσει*
(Οι αγώνες στους αρχαίους Έλληνες και στους ολυμπιακούς αγώνες γινόταν κατά μίμηση του αέναου αγώνα της ζωής για τελείωση και θέωση του ανθρώπου)*
του Βασίλη Πάνου
Μέρος Πρώτο
-1-
Η κοινή σωτηριολογική παράδοση Ελλάδος και Συρίας
Θα μεταφερθούμε σε μια χώρα που θεωρείται το σταυροδρόμι 3 ηπείρων, της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης. Μια χώρα που από τους πανάρχαιους χρόνους ήταν τόπος σύγκρουσης, συγχώνευσης και αλληλεπίδρασης πολλών και διαφορετικών πολιτισμών. Δεν υπάρχει άλλος τόπος στην Aνατολή που να υπάρχουν τόσα πολλά και διαφορετικά μνημεία. Μια χώρα που θα μπορούσε κανείς να την πει μια δεύτερη οικουμενική Ελλάδα. Σ΄αυτή τη χώρα υπήρχε τόσο έντονο το Ελληνικό στοιχείο, όσο πουθενά αλλού. Μια χώρα με μεγάλη ιστορία και πανάρχαιο, προϊστορικό πολιτισμό, με μεγάλη ελληνική επιρροή και εποικισμό, με Ελληνιστικό και ελληνορωμαϊκό χρώμα, αλλά και Φράγκικα και Αραβικά πολιτιστικά μνημεία και άλλες αρχαιότητες. Μια χώρα γνωστή για τις πινακίδες της σφηνοειδής γραφής και πόλεις όπως η Ουγκαρίτ με αρχαιολογικά ευρήματά της που μας παραπέμπουν σε μια μυστηριώδη και άγνωστη ακόμη χώρα και πόλη.
Μια χώρα με πανάρχαια γραφή που το μεγαλύτερο μέρος των γνώσεων που έχουμε σήμερα για αυτόν τον αρχαίο πολιτισμό προέρχονται κυρίως από τη διάσωση ενός μεγάλου μέρους σφηνοειδών πινακίδων. Μερικές από αυτές που έχουν διασωθεί αναφέρονται και σε ιατρικά ζητήματα, και είναι γνωστές ως "Πραγματεία περί Ιατρικής Διάγνωσης και Πρόβλεψης" και αποτελούντα από 40 πλάκες και αναλύονται από τον Γάλλο μελετητή P. Labat. Παρ΄ότι τα κείμενα χρονολογούνται περίπου από το 1600 π.Χ. θεωρείτε ότι αποτελούν συλλογή πολύ παλιότερων ιατρικών στοιχείων.
Αυτή η ιατρική παράδοση έρχεται να συνδεθεί και να κατανοηθεί με την ελληνική παράδοση και παρουσία σ΄αυτή τη χώρα και ιδιαίτερα την φαρμακευτική και ιατρική παράδοση της Θεσσαλίας με του Τρικκαίους Ασκληπιάδες ιατρούς από την αρχαία Τρίκκη (Τρίκαλα) και την λατρεία του Τρικκαίου σωτήρα Ασκληπιού. Οι έρευνες στα παραπάνω κείμενα δείχνουν περιγραφές των ασθενειών με αναφορές κυρίως πάνω στις σπαστικές διαταραχές, τα γυναικολογικά, τη παιδιατρική, και την αντιμετώπιση των τραυμάτων, των πυρετών και άλλων νευρολογικών ασθενειών.
Μια παράδοση πολύ κοντά με την φαρμακευτική παράδοση των Ελλήνων Τρικκαίων Ασκληπιάδων και σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν αποκαλυφθεί οι Ασσύριοι ονομάτιζαν τις ασθένειες τους και τις συσχέτιζαν με ονόματα θεών και πνευμάτων, γιατί θεωρούσαν πως κάθε πνεύμα ήταν υπεύθυνο για κάθε μέρος του ανθρώπινου σώματος. Αυτά τα κείμενα αναφέρουν δύο κύριους τύπους επαγγελματικών ιατρών. Οι πρώτοι ήταν οι Αshipu (πολύ κοντά με το Asklipiou) γνωστοί και ως "Μάγοι" της Ανατολής που αναγνώριζαν ποιο πνεύμα προκάλεσε την συγκεκριμένη ασθένεια (κάτι αντίστοιχο με τους Ασκληπιάδες ιερομνήμονες)και προσπαθούσαν να καταλάβουν, εάν οι αρρώστιες οφείλονται σε ανθρώπινο σφάλμα ή κάποια αμαρτία του ασθενή.
Οι Αshipu προσπαθούσαν να θεραπεύσουν τους ασθενείς αποβάλλοντας τους την αιτία του κακού (ως κακοποιό πνεύμα). Μπορούσαν επίσης να ζητήσουν και την συνεργασία μίας άλλης κατηγορίας θεραπευτών που ήταν γνωστοί ως Αsu και ήταν ειδικευμένοι στις βοτανικές θεραπείες χρησιμοποιώντας εμπειρικά φάρμακα. Π.χ. για την αντιμετώπιση των πληγών ακολουθούσαν μια διαδικασία καθαρισμού και τοποθέτησης επιδέσμων, εμπλάστρων και ασβεστοκονιαμάτων και εφάρμοζαν όπου χρειαζόταν κι άλλες τεχνικές όπως αναφέρονται σε ένα παλιό ιατρικό έγγραφο του 2100 π.Χ. Ήταν μια θεραπευτική διαδικασία όμοια σε πολλά με την ελληνική Τρικκαία Ασκληπιακή παράδοση που δείχνει γιατί η Αρχαία Τρίκκη και η θεραπευτική παράδοση και η λατρεία του Ασκληπιού είχε στη Συρία τόσο μεγάλη αποδοχή. Το δε όνομα Ασκληπιός ήταν τόσο γνωστό και κοινό στους Σύριους ώστε τιμούσαν τον Τρικκαίο θεραπευτή θεό δίνοντας πολύ συχνά το όνομα του στα παιδιά τους όπως ακριβώς έγινε και στην περίπτωση του Αγίου Ασκληπιού.
Πολλά στοιχεία πάνω στην ιατρική των μεσοποτάμιων λαών αντλούμε κι από τον κώδικα του Χαμουραμπί (Hammurabi) σωσμένο όχι σε πλάκες αυτή τη φορά αλλά σε γυαλισμένο διορίτη που χρονολογείται περίπου από το 1700 π.Χ. Το κείμενο αυτό που αφορά κυρίως νομικές αποφάσεις που λήφθηκαν από τον Hammurabi και αναφέρονται στην ευθύνη των γιατρών για τις χειρουργικές τους επεμβάσεις που οδηγούσαν σε αποτυχίες και σφάλματα. Είναι εντυπωσιακή η πληροφορία ότι η αποζημίωση και η ευθύνη του γιατρού καθορίζονταν από την πορεία και την ανάρρωση του ασθενή (που συνήθως σχετίζονταν με την κοινωνική του θέση). Έτσι, εάν έσωνες τη ζωή ενός προσώπου υψηλής θέσης αμειβόσουν με δέκα ασημένια νομίσματα, ενώ ενός σκλάβου με δύο. Στην αντίθετη περίπτωση ο θάνατος ενός σημαντικού προσώπου από χειρουργικό λάθος μπορούσε να κοστίσει στον γιατρό το χάσιμο του χεριού του, ενώ στη περίπτωση ενός σκλάβου έπρεπε απλώς να πληρώσεις για την αντικατάσταση του.
-2-
Αρχαία Ασσυρία
Αυτή η σωτηριολογική διαδικασία θεραπείας των αρχαίων Ασσυρίων ήταν εντελώς αντίθετη με τα Ασκληπιεία στην Ελλάδα που δεν είχαν ποτέ ταξικό χαρακτήρα και τελούνταν οι ιατρικές υπηρεσίες εντελώς δωρεάν και κάτω υπό την σκέπη της δωρεάς του σωτήρα Θεού και την προστασία και τη συνδρομή δεκάδων ιερών που λειτουργούσαν εντός των Ασκληπιείων. Μόνο η περίπτωση μιας άλλης εναλλακτικής υγειονομικής περίθαλψης, πέρα από τους Ashipu και τους Asu στη Συρία μοιάζει με τα Ασκληπιεία, όπως ήταν ο ναός του θεού Gula.Θεού με κυνοειδή μορφή (σε πολλές αναθηματικές πλάκες και αναπαραστάσεις του Ασκληπιού στα Ασκληπιεία και άλλα ελληνικά ιερά, υπήρχε ως ιερό σύμβολο και η κύνα -σκύλος). Ο Gula ήταν ένας από τους σημαντικότερους θεούς της θεραπευτικής λατρείας των αρχαίων Ασσυρίων. Οι ανασκαφές όμως των ναών δεν μας δίνουν πληροφορίες ότι οι ασθενείς έμεναν σε αυτούς (όπως γινόταν με τα Ασκληπιεία), αλλά λειτουργούσαν μόνο ως τόποι διάγνωσης ασθενειών και ως ιατρικές βιβλιοθήκες όπου διατηρούσαν τα ιατρικά και θεραπευτικά στοιχεία τους. Η θεραπευτική αγωγή παρέχονταν στο σπίτι του ασθενή με τη βοήθεια της οικογένειας του και σε καλύβες σε κοντινούς ποταμούς, μιας και οι Ασσύριοι πίστευαν (από θρησκευτική σωτηριολογική πλευρά) πως οι ποταμοί είχαν τη δύναμη να αποβάλουν από τον ασθενή την αρνητική επίδραση και την αιτία της κάθε ασθένειας. Την ίδια θεραπευτική σημασία και δύναμη και πίστη είχε και ο Ληθαίος ποταμός δίπλα στο επιφανέστατο Ασκληπιείο της Οικουμένης πατρίδα του σωτήρα Ασκληπιού στα Τρίκαλα.
Θα συνεχίζουμε λίγο ακόμη το ιστορικό οδοιπορικό μας για να γνωρίσουμε αυτή τη χώρα που σήμερα λέγεται Συρία και στα αραβικά: سوريا και από το 2005, سورية . Μια χώρα της Μέσης Ανατολής που εκτείνεται μεταξύ του Ευφράτη ποταμού, της Αραβικής ερήμου και της Μεσόγειου θάλασσας. Γεωγραφικά σήμερα η έκτασή της είναι 185.180 km² και έχει πληθυσμό 19.043.000. Πρωτεύουσά της είναι η Δαμασκός και συνορεύει προς Β. με την Τουρκία, Α. με το Ιράκ, Ν. με την Ιορδανία, ΝΔ. με το Ισραήλ και Λίβανο και ΒΔ. βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα. Μια χώρα που υπήρξε η φυσική πατρίδα του Αγίου Ασκληπιού, αλλά η πνευματική πατρίδα του η Ελληνιστική χριστιανική Συρία. με τη σωτηριολογική λατρευτική παράδοση του Τρικκαίου Ασκληπιού. Μια χώρα που αλλάζει ανά τους αιώνες της κάθε φορά το πολιτιστικό της περιεχόμενό, αλλά και τα γεωγραφικά όρια της.
Η ιστορία της αρχίζει από την παλιά Ασσυρία που πήρε το όνομά της από τον θεό Ασσούρ κι αποτελούσε την αρχαία πρωτεύουσα-πόλη αυτού του βασιλείου. Η πόλη Ασσούρ ήταν γνωστή από δύο σημαντικά λατρευτικά κέντρα, τον ναό του Ασσούρ, τοπικού θεού που ήταν ο θεός του πολέμου και η προσωποποίηση της βλάστησης και της γονιμότητας και το ναό της Ιστάρ μιας σημιτικής θεάς του πολέμου και της ευφορίας. Τα σημερινά ευρήματα της πόλης ξεκινούν γύρω απ΄το 2400 π.Χ. και αποκαλύπτουν τη συγγένεια του πολιτισμού των Ασσυρίων με τον πολιτισμό των Σουμμερίων και των λαών της κάτω Μεσοποταμίας. Είναι άγνωστη η προέλευση των κατοίκων της που δημιούργησε αυτό το βασίλειο και παρόλο που δεν ήταν Σημίτες δέχτηκαν από νωρίς τη επίδραση των γειτονικών Σουμέριων, των Σημιτών, των Βαβυλωνίων και άλλων φυλών της Μεσοποταμίας. Μια πρόσφατη εικασία λέει ότι πρόκειται για το ίδιο έθνος, το οποίο αποτελούνταν από δυο φυλές, τους Ασσύριους και Βαβυλώνιους και κάθε μια από τις δύο πήρε το όνομά της από τις αντίστοιχες πόλεις.
Αυτό το ασσυριακό Βασίλειο-κράτος αναπτύχθηκε γύρω από 4 πόλεις που χτίστηκαν κοντά στον τίγρη ποταμό και στους παραπόταμούς του. Την Ασσούρ, τα Άρβηλα, το Καλάχ και τη Νινευή που θεωρείται η πιο αρχαία Πόλη (7.000 π.Χ.). Το 2.325 π.Χ. μια σημιτική δυναστεία ιδρύει την αυτοκρατορία του Ακκάδ και οι Ασσύριοι αναγνωρίζουν την κυριαρχία της, μιλώντας την ίδια γλώσσα με αυτούς. Όταν καταλύεται το Ακκαδικό κράτος γύρω στο 2200 π.Χ. η Ασσυρία γίνεται και πάλι ένα μικρό ανεξάρτητο βασίλειο-κράτος και ενσωματώνεται πάλι σε μια νέα αυτοκρατορία που ιδρύθηκε από την 3η δυναστεία της Ουρ (2133-2025 π.Χ.). Η Ασσυριακή αυτοκρατορία πέρασε από πολλές εναλλασσόμενες περιόδους επεκτάσεως και στασιμότητας και γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της τον 9ο ως τον 7ο αι.π.Χ. με αποκορύφωμα τα μέσα της βασιλείας του Ασουρμπανιπάλ, γνωστού ως Σαρδανάπαλου (669-627). Η ασσυριακή αυτοκρατορία καταλύθηκε οριστικά το 612 π.Χ. και οι ασσυριακές πόλεις κατελήφθησαν η μια μετά την άλλη, η Ασσούρ το 614 π.Χ και η Νινευή το 612 π.Χ. με αποτέλεσμα να γκρεμιστούν όλα τα βασιλικά ανάκτορα και άλλα δημόσια κτίρια και δυστυχώς με το πέρασμα των χρόνων να μη μείνει τίποτα από αυτή την αρχαία χώρα όρθιο.
-3-
Ελληνιστική Συρία
Από το 612 π.Χ. και μετά οι νέοι κυρίαρχοι της Ασσυρίας ήταν οι Μήδοι, μετά οι Πέρσες, ακολουθούν οι Έλληνες με τον Μ. Αλεξάνδρο και τέλος από το 64 π.Χ. την καταλαμβάνουν οι Ρωμαίοι. Στην περιοχή της Συρίας μετά το θάνατό του Αλεξάνδρου (323) δημιουργείται το πρώτο Βασίλειο- κράτος των Ελλήνων της δυναστείας των Σελευκιδών. Από τότε αρχίζει η μεγάλη ελληνική παρουσία και η Συρία αποκτά ελληνική κουλτούρα και χρώμα. Η ελληνιστική περίοδος της Δυναστείας των Σελευκιδών ξεκινάει με τον Αντίοχο τον Α' τον Σωτήρα ( 324 - 261 π.Χ. ) και η βασιλεία του θα διαρκέσει από το 281 έως το 261 π.Χ. Πατέρας του ήταν ο Σέλευκος Α' ο Νικάτωρ, πρώην αξιωματικός και επίγονος του Αλεξάνδρου και η μητέρα του η Απάμα από τη Σύγδιανη, κόρη μιας από τις πριγκίπισσες της Ανατολής τις οποίες ο Αλέξανδρος χάρισε στους στρατηγούς του για συζύγους. Το 293 π.Χ. έλαβε από τον πατέρα του τον τίτλο του συμβασιλέως και έγινε σατράπης των Άνω Σατραπειών με έδρα την πόλη Σελεύκεια, δίπλα στον ποταμό Τίγρη.
Τα μετέπειτα χρόνια θα σημαδευτούν από μια περίλαμπρη πορεία και παρουσία του ελληνικού πολιτισμού σ΄όλες τις χώρες της Ανατολής και Αφρικής και όχι μόνο. Καθώς επίσης και από τη δημιουργία πολλών ελληνικών πόλεων με πρωτεύουσα την Μεγάλη Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο και δεκάδες άλλες ελληνικές πόλεις που θα συμβάλουν με την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό σ΄όλες τις κατοπινές εξελίξεις του τότε γνωστού κόσμου. Αλλά συγχρόνως θα σημαδευτούν και από πολεμικές διαμάχες μεταξύ των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου που πρωταγωνιστούν για 300 ολόκληρα χρόνια στην ευρύτερη περιοχή των χωρών και λαών της Συρίας, της Μ. Ασίας, της Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου και όχι μόνο. Η Δυναστεία των Σελευκιδών θα τελειώσει ουσιαστικά με τον Αντίοχο Δ' (215 – 164 π.Χ.), την περίοδο 175 – 164 π.Χ. με το προσωνύμιο ο "Επιφανής" που σημαίνει αυτός που φαίνεται, αυτός που είναι πασιφανής.
Από τον Αντίοχο Δ΄τον Επιφανή (175 π.Χ.)αρχίζει μια άλλη περίοδος 100 χρόνων περίπου της δυναστείας των Σελευκιδών με την παρουσία και την απειλή των Ρωμαίων που θα είναι και η τελευταία. Το πραγματικό όνομα του Αντιόχου Δ' ήταν Μιθριδάτης, μετονομάστηκε σε Αντίοχος, μετά την άνοδό του στο θρόνο, ή μετά το θάνατο του μεγαλύτερου αδερφού του, του Αντιόχου Γ΄. Λίγο μετά την ενθρόνισή του, ο Αντίοχος τοποθέτησε στην άδεια θέση του Ανώτατου Ιερέα της Ιερουσαλήμ – την οποία είχε προσαρτήσει στην αυτοκρατορία ο πατέρας του 15 χρόνια πιο πριν – έναν εξελληνισμένο Ιουδαίο ιερέα με το ελληνικό όνομα Ιάσων. Τον αντικατέστησε όμως, το 172 π.Χ. με τον αδερφό του, το Μενέλαο, αφού του υποσχέθηκε μεγαλύτερο φόρο. Για να κερδίσουν όμως την υποστήριξη του Αντιόχου οι αντιμαχόμενοι ιερείς εξελλήνισαν εντελώς την Ιερουσαλήμ, προωθώντας τον ελληνικό πολιτισμό και χτίζοντας ένα γυμνάσιο για ολυμπιακά αθλήματα.
Την πολιτική αυτή του εξελληνισμού, ο Αντίοχος την ακολούθησε και αλλού και υπήρξε o αναστηλωτής πολλών ιερών χώρων αφιερωμένων στους ελληνικούς θεούς κατά μήκος της Ανατολικής Μεσογείου – συμπεριλαμβανομένου και του Ναού του Διός στην Αθήνα -, αλλά συγχρόνως προώθησε ενεργά και συστηματικά και τη λατρεία του «εν ζωή ηγεμόνα» όπως την ίδρυσε ο πατέρας του, προβάλλοντας τον εαυτό του σαν «ενσάρκωση του ανώτατου θεού», του Δία. Με τον τρόπο αυτό μετέτρεψε τον ελληνικό πολιτισμό σε πολιτικό εργαλείο επιρροής και διεκδικήσεων για απόλυτη εξουσία. Παράλληλα ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη για όλες τις θρησκευτικές εκδηλώσεις στα όρια της επικράτειάς του.
Κατά τη διάρκεια μιας απουσίας του Αντιόχου στην Αίγυπτο, η διαμάχη των δύο ιερέων, του Ιάσωνα και του Μενελάου, πήρε μεγάλες διαστάσεις στην Ιερουσαλήμ και το 169 π.Χ. οι υποστηρικτές του προτού μπήκαν στην πόλη και θανάτωσαν όλους τους αντιπάλους τους. Όταν ο Αντίοχος επέστρεψε το 167 π.Χ., μετά από αυτά τα γεγονότα λεηλάτησε την πόλη και την ξαναέχτισε σαν οχυρό των Σελευκιδών. Πολλοί κάτοικοι τότε θανατώθηκαν μέσα στο Ναό και έγιναν πολλές αποτρόπαιες πράξεις που πρόσβαλαν τους Ιουδαίους και η λατρεία τους απαγορεύτηκε και εγκαθιδρύθηκε η λατρεία του Αντιόχου μέσα στο ναό με τη μορφή του Δία. Σαν συνέπεια όλων αυτών ξέσπασε επανάσταση στην πόλη της Ιερουσαλήμ με αρχηγούς τους Μακκαβαίους και κατάφεραν να επανακτήσουν την πόλη και να δημιουργήσουν ένα νέο ανεξάρτητο ιουδαϊκό κράτος.
Στο διάστημα αυτό εν τω μεταξύ Αντίοχος Δ΄ ασθένησε ξαφνικά στην Περσία και άφησε την τελευταία του πνοή το 164 π.Χ. Η βασιλεία του Αντιόχου Δ' υπήρξε η τελευταία περίοδος ακμής της ελληνικής βασιλείας των Σελευκιδών στην Εγγύς Ανατολή και κατά κάποιο τρόπο ήταν και η αρχή του τέλους της, καθώς μετά το θάνατό σαν διάδοχο του άφησε τον γιο του Αντίοχο Ε' τον Ευπάτορα, που ήταν ακόμη σε νηπιακή ηλικία. Ακολούθησε η βασιλεία του Αντίοχου Ε' του Ευπάτωρ (173 – 162 π.Χ.), την περίοδο (164 – 162 π. με το προσωνύμιο "Ευπάτωρ", που σημαίνει αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα και μετά ακολούθησαν : Οι Δημήτριος Α' Σωτήρ, ο Αλέξανδρος Α' Βάλας, ο Δημήτριος Β' Νικάτωρ, ο Αντίοχος ΣΤ', ο Διόνυσος ο Διόδοτος Τρύφων, ο Αντίοχος Ζ' ο Σιδήτης, ο Αλέξανδρος Β' Ζαβινά, ο Αντίοχος Η' Γρυπός, ο Αντίοχος Θ' Κυζικηνός και τέλος ο Σέλευκος ΣΤ'.