..............
)
Πάνω από 120 τα θύματα, περισσότερα από 1.200 σπίτια κατεστραμμένα και άστεγοι χιλιάδες (6.000)
« Ιούνιος 1907 : Ημέρα Δευτέρα 4 του μηνός, ημέρα παζαριού για τα Τρίκαλα, ζεστή καλοκαιριάτικη ημέρα, ουρανός καθαρός. Κατά τις 5 το απόγευμα μαύρα σύννεφα σκέπασαν την πόλιν, σκοτείνιασε ο ουρανός και φωτιζότανε από τις συνεχείς αστραπές.
Οι Τρικαλινοί και ιδίως οι χωρικοί χάρηκαν, περίμεναν να βρέξει. Για να σωθούν τα σπαρτά που κινδύνευαν.
Προ 15 μάλιστα ημερών είχαν κάνει λιτανεία διά βροχήν. Η χαρά των όμως ύστερα από μισή ώρα, μετεβλήθη σε αγωνία και φόβον. Αυτή δεν ήτο βροχή, αυτή ήταν κατακλυσμός. Μέσα σε λίγες μέρες ξέσπασαν 12 φοβερές καταιγίδες, πρωτοφανείς.
Στις 10.30 μ.μ.μετά την τελευταία μπόρα, ακούστηκε μια δυνατή βοή από τα δυτικά, από την συνοικία Τρικκαίουγλου. Ένα θεόρατο κύμα κατέβαινε προς την πόλιν με ορμήν, παρεσύρον ό,τι έβρισκε εμπρός του.
Το ποτάμι ο Ληθαίος ξεχείλισε και το νερό άρχισε να απλώνεται στην πόλιν και πρώτα στις παρόχθιες συνοικίες (Τρικκαίγλου-Άγιος Νικόλαος-Βουλγάρικα- Άγιος Κωνσταντίνος). Στις 11.30΄ο ουρανός ξαστέρωσε και το φεγγάρι σαν ειρωνεία φώτιζε την πολιτεία που κατεστραφότανε σιγά-σιγά……»
΄Έτσι αρχίζει την περιγραφή της μεγάλης καταστροφής των Τρικάλων ο Δημ. Τρ. Παπαζήσης σ΄ένα ιστορικό του χρονογράφημα του. Και συνεχίζει λίγο παρακάτω :
«Η Τρίτη 5 Ιουνίου φανέρωσε το μέγεθος της καταστροφής…. Συντόμως διεπιστώθη ότι η θεομηνία ήτο τοπική, είχε την αρχή της στα Χάσια, όπου είναι αι πηγαί του Ληθαίου και αι καταρακτώδεις βροχαί έπεσαν κατά μήκος της λεκάνης του ποταμού, διότι εβεβαιώθη ότι εις την Λαζαρίνα, 22 χιλιόμετρα απέχουσαν των Τρικάλων, δεν έπεσεν σταλαγματιά βροχής.
Την επόμενην ημέραν, Τετάρτην, τα νερά υπεχώρησαν αλλ΄ η όψις της πόλεως είναι αγνώριστος, παχύτατον στρώμα λάσπης καλύπτει τα πάντα. Οι κάτοικοι ανασκάπτουν την λάσπην και με τα χέρια των ακόμη, αναζητώντας προ παντός προσφιλή των πρόσωπα, αλλά και έπιπλα, ρούχα και πράγματα παντός είδους.
Από παντού εζητείτο βοήθεια, από την πόλιν, από τα γύρω χωριά, χωρίς όμως να είναι εύκολος η παροχή της την πρώτην ημέραν, ευκολωτέρα ήτο η διαπίστωσις των τεραστίων υλικών ζημιών, τα ανθρώπινα θύματα ήτο αδύνατον να υπολογιστούν με την λάσπην, η οποία εκάλυπτε εις αρκετόν πάχος την πόλιν.
Όλαι αι γέφυραι αι συνδέουσαι την πόλιν παρεσύρθυσαν, πλην της κεντρικής σιδηράς. Ήτις υπέστη ζημίας, αλλ΄ αντέστη εις την ορμήν του ύδατος, και διευκόλυνε την επικοινωνίαν της πόλεως.
Η αναγνώρισις των θυμάτων είναι δύσκολος, η ταφή των ενεργείται υπό φρικιαστικάς συνθήκας και συνεχίζεται επί πολλάς ημέρας. Η πείνα αρχίζει να μαστίζει την πόλιν, δυο μόνον αρτοποιεία εργάζονται, οι κάτοικοι περιέρχονται την πόλιν φωνάζοντες ψωμί, ψωμί. Χιλιάδες ψυχές είναι στοιβαγμένες εις εκκλησίες, σχολεία, Δημόσια και ιδιωτικά καταστήματα.
Αι αρχαί συνεχίζουν τας εκκλήσεις, διενεργούν έρανον μεταξύ των πλουσίων, ο οποίος όμως δυστυχώς δεν απέδωσεν παρά 13.000 δρχ. Απευθύνονται προς τον πρωθυπουργόν και τον υπουργόν των εσωτερικών, αλλά αυτοί περί άλλα τυρβάζουν. Που να πονέσουν για τα Τρίκαλα»
Από ότι φαίνεται εγκατάλειψη των Τρικάλων από τις κυβερνητικές φροντίδες έχει παράδοση στα Τρίκαλα και δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Αλλά ας αφήσουμε το χρονικογράφο να συνεχίσει την περιγραφή του:
«Μετά την στέγην και το ψωμί το πλέον αναγκαίον ήτο η συγκομιδή των πτωμάτων των ζώων των κατακειμένων εις τους δρόμους, τα χάνια, τα χωράφια, διότι η ζέστη του Ιουνίου τα αποσυνέθετε και η δυσοσμία ήταν φρικτή, συνεχώς κάρα διασχίζουν την πόλιν αποκομίζονται πτώματα ζώων.
Ο λαός ζητεί να τους επισκεφτεί ο Βασιλεύς, ελπίζων από αυτόν βοήθειαν, αφού η κυβέρνησις τους εγκατέλειψε χωρίς ούτε ένας υπουργός να τους επισκεφθεί. Αι αρχαί, οι κάτοικοι όλοι εργάζονται διά να διορθώσουν τα αδιόρθωτα. Την 9ην του μηνός πλήθος κατοίκων μετέβη και κατέστρεψεν την Δέσιν του Μύλου Καραμαλή..».
Να λοιπόν που αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ότι μόνο με δυναμικές παρεμβάσεις λύνονται τα προβλήματα. Η πολιτεία φαίνεται ότι περισσότερο τρόμαξε από την καταστροφή του Μύλου Καραμαλή παρά από την καταστροφή των Τρικάλων. Η κατακραυγή, η αγανάκτηση κάθε μέρα μεγάλωνε και σε λίγες μέρες μια νέα πλημμύρα θα ξέσπαγε και θα παρέσερνε στο διάβα της αυτή τη φορά κάθε κυβερνητική και δημόσια υπηρεσία στη πόλη και το νομό. Μπροστά σ΄αυτή την νέα μπόρα που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει με απρόβλεπτες συνέπειες για την έκρυθμη λειτουργία μιας πολιτείας το ελληνικό κράτος εδέησε να παρουσιαστεί γιατί κατά τον χρονικογράφο Δημ. Τρ. Παπαζήση :
«Επι τέλους την 10ην του μηνός, δηλαδή μετά μία εβδομάδα σχεδόν, έρχεται ο υπουργός των εσωτερικών Καλογερόπουλος, όστις καταλύει εις το ξενοδοχείον Πετρούπολις.
(Συνεχίζεται):
..............