.
.
Του Βασίλη Πάνου
-1-
Ασπροπόταμον το χαριέστατον της Ελληνικής χώρας εν Θεσσαλία, το πολλούς διαπρέψαντας επί της αναγεννήσεως της Ελλάδας άνδρας αναδείξαν, υπήρξεν η πατρίς του σκιαγραφούντους τον βίον αυτού Δωροθέου του Σχολαρίου. Εγεννήθη δε ούτος εν Βενδίστη κώμη του Ασπροποτάμου, κατά την επαρχίαν Σταγών της 2η Φεβρουαρίου 1812, υπό πατρός μεν Σεργίου πρεσβυτέρου και Οικονόμου΄ μητρός δε Ξανθής, γυναικός εναρέτου και ευσεβούς. Το δε βαπτιστικόν αυτού όνομα ήτο Δημάκης. Αποθανόντων ενωρίς αμφοτέρων των γονέων αυτού, της μεν μητρός κατά Μαΐον του 1824, του δε πατρός κατά Ιούνιον του 1826, ούτος έμεινεν ορφανός μετά και πέντε άλλων αδελφών, αυτός έκτος και πρωτότοκος, το δέκατον και τρίτον έτος της ηλικίας άγων΄ και, εν τη κατωδύνω εκείνη εποχή του Ελληνικού ιερού αγώνος, ότε απωλέσθη και άπασα η κινητή πατρική περιουσία, όλως απροστάτευτος. Εκ των αδελφών δε επιζή μία μόνη αδελφή Αγγελική καλουμένη, πατριώτην τινα υπανδρευθείσα Νικόλαον Ευθυμίου διδασκάλου.
Περί τα τέλη δε του έτους 1826 αναχωρήσας εκ της πατρίδος αυτού μετέβη εις Τρίκκην (Τρίκαλα) καλώς ειδώς τα κοινά γράμματα, και, ως ιερόπαις, και της ιεράς εκκλησιαστικής ακολουθίας εντριβής ων, επ΄ ελπίδι ν΄ ακούση εν Τρίκκη Ελληνικά μαθήματα, διδάσκοντος του αοιδίμου διδασκάλου Παππαπολύζου εκ Μακρυνίτζης. Αλλά διά τίνων μέσων, και πόρων, και προστατών ; Ο εν Τρίκκη παροικών πατριώτης αυτού μακαρίτης Γιαννούσιος, ανήρ εκ των πρώτων, και προεστώς επίσημος του τότε καιρού, όστις και εδέχθη αυτόν εν τη οικία αυτού, ως πατρικός φίλος, εφρόντιζεν να εκπαιδεύη τους υιούς αυτού, ουχί δε και τον ορφανόν Δημάκην, ον άλλως ηγάπα μεν, αλλά να οικουρή και εκτελή την οικιακήν υπηρεσίαν. (α)Επειδή δε εκ νεαράς ηλικίας καθ΄ υπερβολήν ηγάπα την ανάγνωσιν, και μάλιστα την θείων Γραφών, και τον μονήρη βίον, εκ Τρίκκης απήλθεν εις το εν Μετεώροις ιερόν Μοναστήριον του Αγίου Στεφάνου, ένθα διαμείνας επί τινα χρόνον, προσεκλήθη παρά τινος προς μητρός θείου, Ιωάννου Κόδρου, εν τη νήσω Σκοπέλω τότε οικούντος, όπως στέλλη αυτόν εις την οικείσε Ελληνικήν σχολήν, διδάσκοντος τότε εν Σκοπέλω του αοιδίμου και εθνοφελούς σοφού και εναρέτου διδασκάλου Αστερίου Φιλιππίδου του εκ Γαλατίστης της Μακεδονίας, όπως προθύμως και μετά χαράς δεχθείς την πρόσκλησιν μετέβη. Αλλά μετά έτος εν, του Αστερίου, ως Σχολάρχου, εις Θεσσαλονίκην προσκληθέντος, απώλεσε τας χρηστάς ελπίδας, ως του θείου αυτού μη ευπορούντος να αποστείλει αυτόν αλλαχού προς σπουδήν. Όθεν ετοιμασθείς απεφάσισε ν΄απέλθη εις το εν Αιγίνη ορφανοτροφείον του αειμνήστου Κυβερνήτου. Αλλ΄η εν των ορφανοτροφείω εμπεσούσα τότε οφθαλμία ανέβαλε την μετάβασιν αυτού.
Έχων δε εις άγιον Όρος εν τω Μοναστηρίω Κουτλουμούσι δύο αυταδέλφους ιερομονάχους Νίκανδρον και Διονύσιον θείους, πρωτεξαδέλφους του πατρός αυτού, μετέβη εκ Σκοπέλου προς αυτούς κατά το 1829, οίτινες και λίαν ευμενώς εδέξαντο αυτόν. Ενταύθα δε τακτικώς ήρξαντο φοιτάν εις την τότε αρτοσύστατον εν Καρυαίς Ελληνικήν σχολήν.
Κατά δε το 1831 Αρχιμανδρίτης τις Θεοδόσιος Κουτλουμουσιανός, διορισθείς μετά και δύο άλλων έξαρχος παρά της Κοινότητος του αγίου Όρους διά τα εν Βλαχία μοναστηριακά κτήματα, κατασχεθέντα και τότε υπό των Βλάχων και Μολδαυών επί του κατά της Τουρκίας Ρωσσικού πολέμου το 1827, διά παρακλήσεων και πολλών υποσχέσεων, προς τε τους θείους αυτού και τον ίδιον, ότι θέλει πέμπει αυτόν τακτικώς εις τα εκεί τελειότερα σχολεία, παρέλαβεν αυτόν μεθ΄εαυτού εις Βουκουρέστιον. Αλλ΄ ατυχώς αι πολλαί υποσχέσεις του Θεοδοσίου φρούδαι απέβησαν, ένεκα των πολλών φροντίδων και ασχολιών αυτού, και έχοντος δεξιάν χείρα τον φιλομαθή Δημάκην, ος τις δεν εύρισκε καιρόν να φοιτά εις τα εκεί σχολεία. Άλλως, ο Θεοδόσιος, ως αμαθής μεν δεν ήτο φίλος των γραμμάτων, ήτον όμως αυστηρότατος τα ήθη. Εις δε των συνεξάρχων, ανήρ σπουδαίος, και λίαν φιλόμουσος, μαθητής των Κυδωνιών, και την πατρίδα Μακεδών, Χαραλάμπης τούνομα εκ της εν τω αγιωνύμω Όρει του Άγαθω ιεράς Μονής των Ιβήρων, καθορών την βαθείαν του Δημάκην λύπην επί τη αποτυχία των σπουδών, και την φιλομάθειαν αυτού υποθάλπων, ενεθάρρυνεν αυτών παρηγορών, και πάνυ φιλοτίμως ανεδέξατο να διδάσκη αυτό εν πάση ευκαιρία, ως και την νύκτα. Αιωνία η μνήμη αυτού, και βαθεία και ανάγραπτος η ευγνωμοσύνη!
Μετά τριετή δε διαμονήν εν Βουκουρεστίω, κατά το 1834 επανήλθεν εις άγιον Όρος μετά τινος Αρχιιμανδρίτου Χαρίτωνος Κουτλουμουσιανού΄ ένθα την 28 Σεπτεμβρίου του αυτού έτους, ποθών τον μοναχικόν βίον, οίκοθεν εζήτησεν και έλαβε το μοναχικόν σχήμα, και την κουράν, εν τω αγίω Όρει του Άθω ιερώ Μοναστηρίω Κουτλουμούσι, μετονομασθείς, αντί Δημάκης Δωρόθεος. Συνεχίζεται.
(α) ΣΗΜ. Αλλ΄ο θεός ηδόκησεν, ώστε ό,τι ο μακαρίτης Γιαννούσιος δεν έκαμε εις αυτόν, να πράξη αυτός ήδη συστήσας και προικίσας εν τη πατρίδι Ελληνοαλληλοδιδακτικήν σχολήν, εις ην φοιτώσι και εκπαιδεύονται μετά των παίδων του χωρίου και οι έγγονοι αυτού του Γιαννουσίου.
.
.