Απρίλης μήνας που φέρνει τη δροσιά φέρνει και τα λουλούδια, αλλά εκείνη τη χρονιά του 1947 μαζί με τη δροσιά στο Καμποχώρι του θεσσαλικού κάμπου έφερνε κάθε βράδυ παρά βράδυ οπλισμένους καβαλάρηδες, παίρνοντας πότε κάνα αρνί και πότε μια αρμαθιά κότες.
Ένα βράδυ σαν όλα τα βράδια του Απρίλη π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γη χορτάρι η 17χρονη Κατερινιώ και η 20χρονη αδελφή της Βαγγελιώ. Ορφανές και οι δυο από πατέρα ξύπνησαν ξαφνικά από τα ακανόνιστα κτυπήματα της πόρτας του πλίθινου σπιτιού τους, βλέποντας κάτω από το αχνό φως του λυχναριού τη μάνα τους στην άκρη της πόρτας να συνομιλεί χαμηλόφωνα με τρεις γενειοφόρους οπλισμένους άνδρες παράμερα.
Όλα είχαν κανονιστεί αποβραδίς. Δικός της άνθρωπος της τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα. Οι συμμορίες του Γκούρλα θα έκαναν έφοδο στο χωριό και θα ΄ μπαιναν όχι σε όποιο κι όποιο σπίτι, αλλά στα χαρακτηρισμένα από τους «μαύρους» του χωριού «κόκκινα».
-Φώτου, τα κορίτσια πρέπει να φύγουν στο βουνό. Πριν ξημερώσει. Κράτα τη μικρή Μαλάμω και τον μικρό Προκόπη αυτούς δεν θα τους πειράξουν. Δεν ξέρουμε τι θα ξημερώσει την άλλη μέρα.
Δεν κάθισε να το πολυσκεφτεί η φωτεινή Παλάσκινα, εκείνες τις μέρες του Απρίλη με χωρισμένο το χωριό στα δύο και τις ένοπλες ομάδες που έμπαιναν κι έβγαιναν μέρα παρά μέρα κι όσα γινόταν γύρω της βιασμοί, ξυλοδαρμοί και εκτελέσεις.
Δεν ήξερε και πολλά γράμματα κι έκανε πάντα ό,τι της έλεγε ο Θόδωρος, φίλος του μακαρίτη άνδρα της. Εκείνος ανακατεύονταν από καιρό με τα πολιτικά και κάτι ήξερε περισσότερο που δεν γνώριζε εκείνη για της δώσει τέτοια προσταγή.
Η 17χρονη Κατερινιώ και η 20χρονη Βαγγελιώ πριν καλά καλά καταλάβουν το λόγο της ξαφνικής φυγής τους με όπλο, παλάσκες και γραμμή, βρέθηκαν μετά από λίγο καιρό, βαδίζοντας από νύχτα σε νύχτα στις υπώρειες του Γράμμου και του Βίτσι.
Μετά από λίγες μέρες, μια βόμβα ναπάλμ έδωσε τέλος στη 17χρονη ζωή της Κατερινιώς και στην 20χρονη Βαγγελιώ έξη μεταλλικά θραύσματα μπηγμένα στη λεπτή κι αδύνατη λεκάνη της.
Ο θάνατος της Κατερινιώς δεν αναφέρετε σε κανένα κατάστιχο θύματος πολέμου. Δεν υπάρχει καμιά στήλη νεκροταφείου που να γράφει, γιατί σκοτώθηκε μια κοπελούδα 17 χρονών από το Καμποχώρι από βόμβα ναπάλμ στις υπώρειες του Γράμμου και του Βίτσι.
Η 20χρονη Βαγγελιώ γύρισε μετά από 18 χρόνια προσφυγιάς στο Καμποχώρι, μη μπορώντας να συνεννοηθεί ποτέ με τα άλλα δυο μικρότερα αδέλφια της που άφησε πίσω της εκείνη τη νύκτα του Απρίλη, τυλιγμένη με μια μάλλινη κουβέρτα, περπατώντας ώρες μέχρι να φτάσει στο βουνό, στο δάσος του Δαλαμάγκα.
Ούτε πήρε ποτέ καμιά απάντηση απ΄ τους “δικούς της” γιατί έχασε τη ζωή της η 17χρονη αδελφή της πριν καλά καλά τη ζήσει, έχοντας απέναντί της τον γιό της Παρασκευούλας, τον Γιωργάκη, 4 χρόνια μεγαλύτερος της και γείτονάς της, έχοντας κι εκείνος την ίδια τύχη.
Αντάμα βοσκάγανε τις αγελάδες πριν εκείνη την πάρουν στο βουνό και τον Γιωργάκη στο στρατό. «Μας πήραν» έλεγε πάντα η Βαγγελιώ όταν ιστορούσε εκείνων των ημερών τα γεγονότα.
Απόκληρη από την οικογένειά της και πρόσφυγας στην ίδια της τη χώρα μετά από τρία χρόνια, έφυγε και κείνη απ΄ό τη ζωή πριν δει τους αγέρωχους ανδριάντες των ηρώων της Εθνικής Αντίστασης, των «δικών της», όπως έλεγε μ΄ένα μισοχαμόγελο, εκφράζοντας περισσότερο ειρωνεία παρά ικανοποίηση.
Βασίλης Πάνος