Home » Ιστορία » ΟΙ ΤΡΙΚΑΛΙΝΟΙ ΠΩΣ ΓΙΟΡΤΑΖΑΝ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΟΙ ΤΡΙΚΑΛΙΝΟΙ ΠΩΣ ΓΙΟΡΤΑΖΑΝ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

Η  ΚΑΜΗΛΑ ΜΕ ΤΗΝ ΓΑΙΔΟΥΡΟΚΕΦΑΛΗ

Την τελευταία βδομάδα πριν από την Καθαρά Δευτέρα  σε όλες τις συνοικίες των Τρικάλων ντύνονταν ομάδες μασκαράδων και περιφέρονταν στις γειτονιές, επισκεπτόμενοι  σπίτια συγγενών και όχι μόνο, κάνοντας διάφορες «πλάκες» και αυτοσχέδια αστεία ανάλογα με τη καρναβαλική μεταμφίεσή τους.

Το βράδυ κατέληγαν στις πλατείες των συνοικιών τους και στο κέντρο της πόλης, στην Ασκληπιού, πειράζοντας τους περαστικούς και δημιουργώντας  κωμικά και καρναβαλικά θεατρικά δρώμενα, παρλάτες και αστεία επεισόδια.

Την τελευταία Κυριακή, παραμονή της Καθαράς Δευτέρας άρχιζε το αποκορύφωμα των αποκριάτικων εκδηλώσεων με καρναβαλικές και χορευτικές εκδηλώσεις σε κάθε ενορία. Μετά το μεσημέρι έκανε την εμφάνισή του ο Βασιλιάς Καρνάβαλος που γυρόφερνε την πόλη και δεν ήταν άλλος από την κορυφαία και περιβόητη Καμήλα με την γαϊδουροκεφαλή που ανοιγόκλεινε τα σαγόνια της τόσο τρομακτικά και ανατριχιαστικά, σκορπίζοντας ρίγη και επιφωνήματα τρόμου γύρω της.

Η Καμήλα δεν ήταν σαν αυτές που βλέπουμε να αργοπερπατούν στην έρημο, αλλά μια επεισοδιακή  Καμήλα που ο γνωστός  καμηλιέρης για πολλά χρόνια, ο  Σπύρος Πάλλας ανεβοκατέβαζε τη καμπούρα της τόσο τρομακτικά και το γαϊδουρινό κεφάλι το γύρναγε από εδώ και από εκεί με τέτοια μαεστρία και τέχνη που φάνταζε στα τότε παιδικά μάτια μας σαν κάτι το εξωτικό και τρομαχτικό ζώο που ξεπήδησε από την εποχή των δεινοσαύρων.

Στο Καραγάτσι(ενορία του Αγίου Αθανασίου Μπάρας) γινόταν υπαίθριος χορός των μασκαράδων στον περίβολο της Εκκλησίας μετά το μεσημέρι και μικροί και μεγάλοι μασκαρεμένοι χόρευαν ελληνικούς και δημοτικούς χορούς με τη φιλαρμονική ορχήστρα του δήμου και έπειτα παρέες, παρέες κατευθύνονταν προς την Ασκληπιού.

Οι πιο συνηθισμένοι τύποι μασκαράδων που προτιμούσαν οι Τρικαλινοί ήταν ο απάχης, ο μάγκας με την τραγιάσκα και την πετσέτα και το ριχτό σακάκι, ο μπεκρής, ο γαμπρός και η νύφη, ο παππάς ή ο δεσπότης με το θυμιατήρι, ο γιατρός, η τσιγγάνα, η γριά με την καμπούρα και τη ρόκα, ο γέρος με το μπαστούνι, φυλακισμένος και άλλα.

Το Βράδυ της Κυριακής η Ασκληπιού σαν ένας τεράστιος μαγνήτης τραβούσε όλους τους μεταμφιεσμένους και μη και γινόταν πατείς με πατώ. Οι σερπαντίνες και το κομφετί σκορπιζόταν τόσο άφθονα που ο δρόμος στο τέλος της βραδιάς καλύπτονταν από ένα παχύ στρώμα πολύχρωμου χαρτιού. Για τις ανάγκες των καρναβαλιστών τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα από μικροπωλητές που πουλούσαν μάσκες, καπέλα καραμούζες και κομφετί.

Την Καθαρά Δευτέρα η συνοικία που είχε την τιμητική της ήταν ενορία του Αγίου Αθανασίου της Αγίας Μονής. Από τα χαράματα άρχιζε το καρναβαλικό γλέντι και το πανηγύρι, κλέβοντας την παράσταση όλων των αποκριάτικων εκδηλώσεων της ημέρας. Η ενορία του Αγίου Αθανασίου από τα  χαράματα βρισκόταν στο πόδι και παρέες, παρέες νέοι και παιδιά ετοίμαζαν τις γάνες και τις βαφές τους για το ξεκίνημα της Γανοεκστρατείας. Πολλοί  είχαν προμηθευτεί τον ανάλογο φούμο από βραδύς και παραμόνευαν πίσω από τις βαριές ξύλινες εξώπορτες  έτοιμοι να βάψουν όποιον θα ξεμύταγε από το σπίτι αμέριμνος για να πάει σε κάποια δουλειά και να προμηθευτεί την απαραίτητη λαγάνα του.

Αν έπεφτε στα χέρια των αποκριατικοπειρατών από τα γανωμένα χέρια τους γινόταν αγνώριστος αμέσως. Η μικρή πλατεία τις συνοικίας που τη σκίαζαν τέσσερις μεγάλοι πλάτανοι όλη τη μέρα σιγά-σιγά γέμιζε από γανωμένους, χωρίς να λείπουν και οι παρεξηγήσεις, όταν πρόβαλε στο δρόμο  κάποιος, ξεχνώντας το έθιμο ή κάποιος τολμηρός που πίστευε ότι θα τη γλυτώσει.

Σε κάθε γειτονιά διαδραματιζόταν το ίδιο σκηνικό ενός επίμονου και ανελέητου κυνηγητού γανώματος από τις πρώτες πρωινές ώρες, φροντίζοντας η κάθε ομάδα στο πεδίο δράσης της να μη μείνει κανείς περαστικός χωρίς να υποστεί το γάνωμα. Λίγο πριν το μεσημέρι έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτοι μασκαράδες από γυναίκες και άνδρες και κάθε παρέα με το δικό της μασκάρεμα και θέμα που συνήθως είχε να κάνει με τα σεξουαλικά και υποκριτικά ταμπού της αστικής τάξης, τη φιλαργυρία των παπάδων και των γιατρών και την ψεύτικη ρητορεία των θα… θα… των πολιτικών και άλλων αρχών της πόλης.

Τα καφενεία που ήταν ουζοπωλεία και μαγειρεία μαζί είχαν τη δική τους δημοτική ορχήστρα και σαν άρχιζε η ρετσίνα να τρέχει  άφθονη ο χορός αντάμωνε τα χωρατά, τα αστεία και τα τραγούδια, δονώντας τον αέρα της μικρής πλατείας για πολλές ώρες.

Ύστερα έφθαναν οι γύφτοι με τις μαϊμούδες και τις αρκούδες και γινόταν το έλα να δεις για το πώς κοιμάται και χορεύει και βάζει πούδρα η Κανέλω και η τσίφτισσα μαϊμού. Και κατά το μεσημεράκι έκανε την θριαμβευτική είσοδό του ο Βασιλιάς καρνάβαλος, Καμήλα και πίσω το γαϊτανάκι έκανε το γύρω της συνοικίας σαν τον επιτάφιο, περνώντας από όλα τα σοκάκια με τα πιτσιρίκια να την ακολουθούν πίσω της.

Το θέαμα δεν ήταν μόνο διασκεδαστικό, αλλά και τρομαχτικό από τα κροταλίσματα της γαϊδαροκεφαλής της ευφάνταστης καμήλας των κατασκευαστών και των τριών ή τεσσάρων πρωταγωνιστών που αποτελούσαν το σκεπασμένο με μια λινάτσα σώμα της.

Μετά το μεσημέρι  από όλες τις συνοικίες της πόλης κατέφθαναν εκατοντάδες επισκέπτες  να διασκεδάσουν σ΄αυτό το τρελό αποκριάτικο πανηγύρι που διαρκούσε μέχρι τις τελευταίες απογευματινές ώρες. Η βόλτα στον κεντρικό δρόμο της Αγίας Μονής κρατούσε πάνω από τρεις ώρες, διανύοντας οι περιπατητές μεταμφιεσμένοι και μη μια απόσταση ενός χιλιομέτρου σ΄ένα πήγαινε έλα, ρίχνοντας μπόλικο κομφετί και σερπαντίνες και κάνοντας  διασκεδαστικά πειράγματα μεταξύ τους.

Στην εμφάνιση κάθε νεοφερμένου μασκαρά ή ομάδων μασκαράδων, κάνοντας επαναλαμβανόμενες μιμήσεις, εκτελώντας το δρώμενο της σάτιρας που είχαν επιλέξει προκαλούσαν άφθονο γέλιο και πολλές φορές γινόταν ένας μικρός πανζουρλισμός. Το ίδιο συνέβαινε και σε κάθε αυτοσχέδιο άρμα- κάποιο κάρο ή γαϊδουράκι- με επιβάτες μασκαρεμένους ή ομάδες από τα γύρω χωριά με κουδούνια και άλλα μασκαρέματα ζώων και παράξενων ξωτικών με τα νταούλια τους, παίζοντας το μικρό σατιρικό δρώμενό τους, προκαλούσαν την προσοχή και τον θαυμασμό μικρών και μεγάλων παιδιών.

Το μεγάλο πανηγύρι με τα καρναβαλικά δρώμενα, το χορό, το πιοτό και τα κλαρίνα να παίζουν στη διαπασών, σκεπάζοντας τους  ήχους μια λατέρνας που γυρόφερνε τον κεντρικό δρόμο με μια μικρή τσιγγάνα που λικνίζονταν στο πλάι της, προκαλώντας τους θεατές να ρίξουν το μικρό οβολός τους έφτανε στο τέλος του.

Με τον ίδιο τρόπο που μια παλίρροια αλλάζει κατεύθυνση κάθε έξη ώρες. Έτσι και οι επισκέπτες, οι μασκαρεμένοι και μη, οι αυτοσχέδιοι μίμοι, οι ξυλοπόδαροι, η Καμήλα και το γαϊτανάκι έπαιρναν και πάλι τον δρόμο για το κέντρο της πόλης να συνεχίσουν για λίγες ώρες ακόμη  το πήγαινε έλα, δίνοντας  ευχές  για Καλή Σαρακοστή και αφήνοντας πίσω τους πάνω στο οδόστρωμα της μικρής ενορίας της Αγίας Μονής ένα παχύ στρώμα από σερπαντίνες, σχισμένα χάρτινα καπέλα, μάσκες και κομφετί.

Η Καθαρά Δευτέρα δε σήμαινε μόνο ξέφρενο γλέντι και μασκαράδες αλλά και νηστίσιμες προμήθειες που άρχιζαν με τη λαγάνα  πρωί-πρωί από το φούρνο της γειτονιάς και από τα μαγαζιά με τα εδώδιμα και τα αποικιακά που μπροστά στις πόρτες τους άπλωναν τα τουρσιά, τις ρέγκες, τις ελιές και τον χαλβά. Και η δημοτική αγορά που είχε βάλει από μέρες τα καλά της,  παρατάσσοντας τους τενεκέδες με τα διαφορετικά τουρσιά της. Τα ποικίλα, το λάχανο, τις πιπεριές, τις ελιές ξιδάτες και τις αλμυρές, τα αγγουράκια, τους παστουρμάδες, τους μπακαλιάρους και τους χαλβάδες απλωμένους σε πάγκους και σε ξύλινα βαρέλια, προκαλώντας με τις μυρωδιές τους καταναλωτές.

Το στόλισμα στις προσόψεις των καταστημάτων και του τελάλη αφεντικού που κάθε λίγο και λιγάκι προκαλούσε με τη στεντόρεια φωνή του: «Το αφεντικό τρελάθηκε και τάβαλε όλα τζάμπα» ή «εδώ η καλή λαχανοαρμιά ένας τρώει δυο χορταίνουνε», παρακινούσε και τους πιο διστακτικούς πελάτες να  δοκιμάσουν το λαχανόζουμο με κόκκινο πιπέρι που προκαλούσε τέτοια δίψα που έψαχνες μετά να βρεις την πιο κοντινή βρύση να δροσίσεις τα σωθικά σου.

Β. Πάνος

*Χορτόσουπα από σπανάκι και τσουκνίδες