Ο κυρ-Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί
γιατί το βράδυ στα όνειρά του θέλει να θυμηθεί…
Του Βασιλείου Πάνου
Σκαλιστής εικόνων το επάγγελμά του κυρ- Αντώνη. Ξυλογλύπτης, κατά την ονομασία των συναδέλφων της συντεχνίας του. Ώρες όρθιος μπροστά στο πάγκο του, χωρίς ωράριο και μεσημεριανή διακοπή. Σκάλιζε πάνω στην επιφάνεια του ξύλου με το αιχμηρό κοπίδι του όλους τους Αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τριάντα τον αριθμό είχε συμπληρώσει η συλλογή του, με λεπτομέρεια κι ακρίβεια έτσι που το ανάγλυφο του Αγίου να ΄χει πάντα την ξεχωριστή μορφή του.
-Μιλάνε βρε Αντώνη οι εικόνες των Αγίων σου. Μα τι σόι θαυματουργό κοπίδι έχεις ;
-Δεν κάνει το θάμα το σκαρπέλο μου, αλλά το εικονοστάσι. Μόλις τελειώνω τις εικόνες τις αφήνω δώδεκα μέρες, όσοι και οι Απόστολοί μας κάτω από τη σκέπη των Αγίων να τις ευλογήσουν.
Αλήθεια το ΄λεγε για ψέματα, για να απαντά στα τόσα παινέματά τους ή για να αποκτά φήμη ακόμη μεγαλύτερη, αυτό κανείς δεν το ΄ξερε.
Χρόνο με το χρόνο η φήμη της τέχνης του ξεπέρασε τα σύνορα της μικρής κωμόπολης και οι παραγγελίες σταματημό δεν είχαν, για Αγίους και θρησκευτικές παραστάσεις που δεν είχαν ούτε τα τέμπλα των εκκλησιών ακόμη και η ποιο αγαπημένη απ΄όλες, αυτή του Μυστικού Δείπνου.
Πήρε και βοηθό μετά κι άρχισε περιοδείες, μ΄ ένα μικρό αυτοκίνητο σε πόλεις και κωμοπόλεις μακρινές. Φόρτωνε την καλλιτεχνική πραμάτεια του κι έπαιρνε παραγγελίες από εμπόρους δώρων, διακοσμητικών και εκκλησιαστικών ειδών. Έναντι γραμματίων και πολύμηνων επιταγών. Τα μετρητά ήταν δυσεύρετα εκείνα τα χρόνια της «επίπλαστης ευημερίας» και των μεγάλων οραμάτων.
Το οικονομικό μοντέλο της αγοράς: made in Greece, της λεγόμενης «οφθαλμαπάτης». Άλλο μοντέλο ήταν κι άλλο έβλεπες. Μοντέλο: «Της δημοκρατίας χωρίς Οικονομία» και η μηχανή του έπασχε από το μέσον της συναλλαγής που γινόταν με τα λεγόμενα «χαρτιά», με γραμμάτια κι επιταγές. Το «ζεστό χρήμα το μάζευαν οι τράπεζες και οι παρατράπεζες, δανείζοντας με ακριβά επιτόκια και επίπλαστα χαρτιά. Πάρε κόσμε κάρτες. Στις δυο, η τρίτη δώρο.
Θύμα της «επίπλαστης ευημερίας» έπεσε κι ο κυρ Αντώνης, από ακάλυπτα γραμμάτια κι επιταγές των πελατών του που έσκαγαν το ένα κοντά στο άλλο κι άντε μετά να τα προλάβεις. Δεν το ΄βαλε όμως κάτω και δεν σήκωσε ψηλά τα χέρια. Όπως οι πολιτευτάδες που έλεγαν «λεφτά υπάρχουν» και κατέβασαν τα παντελόνια. Βγήκε στο δρόμο, στα πανηγύρια που είχαν «χρήμα ζεστό» ακόμη. Στην πηγή της αγοράς που υπήρχαν πάντα μετρητά.
Τα χρόνια της «δημοκρατίας της οφθαλμαπάτης», οι παραδοσιακές δομές των πανηγυριών άρχισαν να διαλύονται. Από μαφίες όλων των ειδών. Δημοτικές, συνδικαλιστικές, πανηγυριώτικες, φυλετικές, συντεχνιακές και ταξικές που γεννά η αγορά της ζούγκλας, έχοντας μια διαδοχική ημερολογιακή σειρά τέλεσής τους από πόλη σε κωμόπολη, αρχίζοντας από τον τελευταίο μήνα κάθε άνοιξης μέχρι το φθινόπωρο. Τον Οκτώβρη μήνα.
Πρωτόβγαλτος, ο κυρ Αντώνης σ΄αυτή τη νέα ζούγκλα έστησε τον πάγκο του 4 μέτρων, στην είσοδο του πρώτου πανηγυριού της Άνοιξης. Της Αγίας Ειρήνης. Ξακουστό παζάρι. Δίπλα σε ένα ποτάμι με όνομα παλιό που πήρε απ΄ την άμμο του κι άπλωσε την καλλιτεχνική πραμάτεια του με άλλα εκκλησιαστικά σκεύη μικρών βιοτεχνών, αναζητώντας «χρήμα ζεστό» για να καλύψει τις ζημιές απ΄ τα «κανόνια» που έπεφταν στην αγορά των μεγάλων “ολυμπιακών έργων”.
Δίπλα του είχε τον κυρ-Λάμπρο, που έπιανε πάντα πρώτος στη σειρά, στην ίδια θέση από χρόνια. Χαλβατζής ο γείτονας του από μεράκι, όπως κι κείνος και μάστορας καλός, όχι γιατί το ΄λεγε ο ίδιος, αλλά γιατί ο χαλβάς του απέκτησε δίπλωμα ξεχωριστής ποιότητας 3 αστέρων. Το βεβαίωνε και η πελατεία του. Γέννημα θρέμμα της πόλης που ο χαλβάς του είχε το όνομά της. Γνώριζε τη συνταγή ατόφια απ΄ τον παππού του, με τα μύγδαλα τα καβουρδισμένα κι όλα τα μυρωδικά που εκείνος μόνο ήξερε κι όλα τα υλικά του αγνά.
Απ΄ τη πρώτη μέρα γινήκαν φίλοι. Ταιριάσανε τα χνώτα τους. Ο κυρ Λάμπρος στα πανηγύρια, απ΄ τα χρόνια μιας δικτατορίας, έπειτα του «ανήκομεν στη Δύση», στην «δημοκρατία της οφθαλμαπάτης» με δανεικά, με τρεις συντάξεις και καμιά δουλειά και του «δώστα όλα» μέχρι τα φαραωνικά «ολυμπιακά έργα».
Η σκούφια του κυρ Αντώνη κρατούσε από πιο μικρή κωμόπολη που την σκίαζαν μετέωροι βράχοι από πάνω της. Στη σκαιά των γρανιτένιων βράχων είχε το εργαστήριο του, σκαλίζοντας τις μορφές των Αγίων του, μαθητεύοντας την τέχνη κοντά σε ένα μοναχό των μοναστηριών που βρίσκονταν στις κορφές των βράχων. Τη σμίλη, το σφυρί, την ξυλολίμα, το σκαρπέλο, τα πρώτα κοπτικά εργαλεία του, εκείνος του τα είχε δώσει.
-Το επαγγελματικό σινάφι μου κυρ-Λάμπρο, δεν διαφέρει απ΄ τ΄ άλλα. Οι εικόνες μη θαρρείς ότι αγιάζουν τους ανθρώπους. Όσο ανεβαίνεις την κλίμακα της οικονομίας τόσο το επίπεδο της κοινωνίας είναι πιο αρπακτικό. Σε εποχές δύσκολες: «ο θάνατός σου η ζωή μου».
-Να ψοφήσει του γείτονα η γίδα, παρά να μεγαλώσει κάποιος τη δική του γίδα. Ζούγκλα η αγορά φίλε μου.
-Μη μάθει η αγορά ότι δεν έχεις πίστη. Μη μάθουν ότι χρωστάς, αυτό είναι το χειρότερο. Κι όσο κι αν το φυλάγεις μυστικό θα στο κάνουν βούκινο κάποιοι του σιναφιού σου, με φήμες ανύπαρκτες πολλές φορές.
-Τα ΄χω περάσει κι εγώ κυρ Αντώνη στα πρώτα χρόνια μου, και του δικού μου σιναφιού ίδιοι άνθρωποι είναι. Μη σου φύγει γραμμάτιο απλήρωτο, όχι δύο. Φτάνει το μαντάτο σε λίγες ώρες μέχρι την αγορά των Βρυξελλών και της Τουρκίας.
Έτσι, άρχισε ο κυρ Αντώνης, απ΄ την πρώτη του χρονιά δίπλα, δίπλα στον κυρ- Λάμπρο από πανηγύρι σε πανηγύρι κι έφτασαν μέχρι το τελευταίο του φθινοπώρου, του Αϊ-Δημήτρη. Τέλος Οκτωβρίου χωρίσανε, μέχρι την άλλη άνοιξη και το καλοκαίρι που θα ανταμώνανε πάλι. Χαιρετηθήκανε σταυρωτά την τελευταία μέρα και κίνησε ο καθένας χωριστά με τις δικές τους έγνοιες και τις τρεχούμενες ανάγκες του χειμώνα.
Και σαν έφυγε ο βαρύς Χειμώνας με το πετρέλαιο να ΄χει πιάσει τον ανήφορο και την πιο ψηλή τιμή του κι ο κυρ Αντώνης να σηκώνει στην πλάτη τα δικά του βάρη, ξαναβρεθήκανε δίπλα, δίπλα πάλι. Με απλωμένες τις πραμάτειες του, μα του Αντώνη η πραμάτεια ήταν λειψή τούτη τη φορά.
-Κάποιοι του σιναφιού μου σπείραν φήμες κακόβουλες, απ΄ την απουσία μου στην αγορά μια ολόκληρη χρονιά. Σε κάθε κρίση σφίγγουν όλοι τα λουριά τους, απάντησε στον κυρ Λάμπρο που ζήταγε να μάθει, γιατί ο πάγκος είχε μόνο τις εικόνες του κι αυτές λειψές.
-Ο σώζων εαυτόν σωθήτω! αναφώνησε ο κυρ Λάμπρος, «κι αν έρθει καμιά κρίση πιο μεγάλη, εκεί να δεις δάκρυα πικρά!».
-Ζούγκλα γίνεται η αγορά, χωρίς κανόνες και οι άνθρωποι θηρία. Χώρα, χωρίς νόμους να τηρεί, ούτε οι αρχές της, ούτε οι θεσμοί της είναι χαμένη. Ποιον να κακίσεις ;
-Καλή χρονιά. Καλό ξεπούλημα και φέτος! Σαν το νερό της βρύσης να τρέξουν τα κέρδη πάλι.
Με ευχές και το κατάβρεγμα του δρόμου απ΄τον κυρ Λάμπρο με ένα παλιό λαγήνι άρχισε η πανηγυριώτικη σαιζόν του κυρ Αντώνη για δεύτερη χρονιά. Και από πανηγύρι σε πανηγύρι, πότε με αέρηδες, πότε με ζέστες και βροχές μπήκε το φθινόπωρο και σαν τα ταξιδιάρικα αποδημητικά πουλιά χωρίσανε και πάλι σταυρωτά με ευχές για καλό χειμώνα μέχρι την άλλη άνοιξη και το καλοκαίρι που θα βρισκόταν πάλι.
Η άνοιξη ήρθε γρήγορα ξανά, με τον χειμώνα να ΄χει αφήσει πίσω του, σκάνδαλα χαριστικών δανείων, υπέρογκες σπατάλες των κρατούντων, συντάξεων τριπλών. Στο χρηματιστήριο πανηγύρι τρικούβερτο κι ο κυρ Λάμπρος πρώτος στην είσοδο του πανηγυριού, όπως πάντα από την αρχή του Μάη μήνα, χωρίς τον κυρ Αντώνη δίπλα.
-Που είναι ο κυρ –Αντώνης;
-Αρρώστησε. Του κρατώ τη θέση του, χθες πήρα μήνυμα του, θα μας προλάβει, απαντούσε ο κυρ Λάμπρος στην πελατεία του που η τέχνη του άρχισε να γίνεται απ τον πρώτο χρόνο σ΄όλα τα περίχωρα του παζαριού γνωστή.
Την αλήθεια την έμαθε απ΄ έναν χωριανό του. Ούτε οι σκαλιστοί του άγιοι δεν σώσανε τον φίλο του. Που ήταν και θαυματουργοί, όπως έλεγαν οι άλλοι. Θα τον έσωζαν οι τράπεζες, η εφορία, το ασφαλιστικό ταμείο του, που περίμεναν πρώτοι σαν τα αρπακτικά κοράκια, ποιος θα τον αποτελειώσει πιο γρήγορα. Πρώτοι και καλύτεροι να βάλουν τόκους και να πάρουν το πατρικό του σπίτι. Η χαρά των τραπεζών, αυτές κυβερνούσαν τότε, δανείζοντας χαριστικά μόνο στους πολιτευτάδες και στα κόμματα της οφθαλμαπάτης.
Οι πιστωτές του κάποιοι δεν του ζήτησαν τα χρεωστικά ποτέ τους, όπως και εκείνος. Το εργαστήριό του πριν μπει η άνοιξη έβαλε λουκέτο. Χωρίς σερμαγιά καμιά, άνεργος πια. Τον τροχό, τα ακριβά εργαλεία, το αυτοκίνητο τα πήραν οι κλητήρες. Λίγα σχισμένα γυαλόχαρτα και ξύλα καρυδιάς, οι οσμές απ΄τις βαφές, σκόνη και ροκανίδια πεταμένα στο δάπεδο είχαν μείνει μόνο στο εργαστήριό του.
Ο κυρ- Αντώνης κόντευε τα 57 του το καλοκαίρι εκείνο με τριάντα χρόνια σκληρής δουλειάς και στα μπαλκόνια πανηγύριζαν οι πολιτευτάδες για το νέο νόμισμα το απατηλό και δίπλα απ΄το εργαστήριο του, στον καφενέ που έπινε το τελευταίο καφέ του, ακούγονταν οι νότες του τραγουδιού:
Μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό
ξεκινήσαμε κι οι δυο μας
και στου δρόμου τα μισά, σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά
ξαφνικά από τον ουρανό μας…
Από τότε πέρασαν άλλα 10 καλοκαίρια, και της νέας «Αυταπάτης», της ελπίδας που οι πολιτευτάδες θα σβήνανε τα χρέη. Και το καλοκαίρι που ο κυρ- Αντώνης συμπλήρωσε τα 67 του χρόνια ζωής, μ΄ένα πολιτευτή που θα έφερνε και πάλι την ανάπτυξη, μάζεψε τα ασφαλιστικά χαρτιά του και τα κατέθεσε για σύνταξη.
Πέρασαν 7 μήνες από τότε, χωρίς να έχει πάρει ακόμη ούτε την προσωρινή του. Τις τελευταίες μέρες του Απρίλη της επόμενης χρονιάς έβγαινε απ΄το σπίτι μ΄ένα φίμωτρο λευκό στο στόμα και έκανε βόλτες πέρα δώθε, σαν να το ΄σκασε από τρελάδικο.
Οι γείτονές του έλεγαν ότι παραμιλούσε κιόλας. Έλεγε πράγματα ασυνάρτητα, ότι δεν άντεχε να ακούει στο γυαλί για ήρωες γιατρούς που εκείνος αν δε πλήρωνε το φακελάκι θα είχε πεθάνει τώρα. Για κράτος των ηρωικών δομών και των αδέκαστων θεσμών. Για κράτος των πολιτευτάδων που οι πιο πολλοί δεν είχανε δουλέψει ποτέ τους, με μισθούς βαρβάτους και να έκαναν καμιά δουλειά χαλάλι.
Γιατί τη χώρα του «made in Greece» που την κυβερνούσε μια γερασμένη ήπειρος με πολιτευτάδες άνεργους και μισθούς βαρβάτους. Για τέσσερις υπουργούς που αποφάσιζαν για 500 εκατομμύρια ανθρώπους. Για 27 διακοσμητικά κοινοβούλια με 12.000 βουλευτές διεκπεραιωτές, με μισθούς μεγάλους. Για 150.000 χιλιάδες παρατρεχάμενους των πολιτευτάδων που ξύναν τις πλάτες των διπλανών τους. Για μια γερασμένη ήπειρο που ήταν πια χαμένη, αυτά έλεγε και παραμιλούσε.
Ο κυρ Λάμπρος τα χρόνια της απατηλής δημοκρατίας, με τράπεζες ανεξέλεγκτες, με κράτος αδηφάγο για κάθε εργαζόμενο και να πληρώνει τις υποχρεώσεις με καπέλο δυο φορές και πολιτευτάδες να του κλέβουν και το κόκκαλο ακόμη, τα πήγε καλύτερα με τις δουλειές του. Χειμώνα καλοκαίρι με γιορτές και πανηγύρια άνοιξε με χαλβά κι άλλα ζαχαρωτά σε τρεις πόλεις μαγαζιά. Είχε προλάβει στα 65 του και πήρε σύνταξη κανονική. Έξη μήνες και τρία χρόνια, πριν αδειάσουν τα ταμεία οι πολιτευτάδες και βυθίσουν στην απόγνωση χιλιάδες άνεργους και κόψουν και εκείνου τη σύνταξή του.
———————–
Ξανανταμώσανε οι δυο τους σ΄ένα μεγαλομάγαζο, μετά από 20 χρόνια, εντελώς τυχαία σε μια πόλη σε ίση απόσταση από την πόλη τη δική τους. Μια ομηρική συνάντηση. Ο Αχιλλέας, συνάντησε τον ξακουστό Μαχάωνα που είχε ιαίνει στην Τροία τις πληγές του, στη γενέθλια πόλη του απογόνου του, Ιπποκράτη. Και οι δυο τους κοντοχωριανοί κι από το ίδιο σόι από τα αρχαία χρόνια.
-Ε, κύριος στη σειρά. Άντε βουρ, και εμείς τι περιμένουμε, και σε απόσταση στα 2 μέτρα!
-Ξέχασα τη κάρτα κύριε!
Τον κοίταξε με απορία. Γνωστή η φωνή του, τον γνώρισε αμέσως κι ας ήταν μασκοφόρος όπως και κείνος από την πανδημία που ήρθε αντίς για ν΄ ανάπτυξη.
-Αντώνη!
Ο κύριος με τη ξεχασμένη κάρτα τον κοίταξε απορημένος.
-Εδώ ο καλός Χαλβάς! Ομορφαίνει δεν παχαίνει! 45 μύγδαλα, φρέσκος και να καίει!
Ρίχθηκε ο ένας στη αγκαλιά του άλλου.
-Το δικό μας πόλεμο κανείς δεν τον θυμάται. Οι πολιτευτάδες τώρα, στεφανώνουν άλλους ήρωες, μετά μουσικής και προσφωνήσεις κάθε μέρα. Τα θύματά τους τα ΄χουνε ξεχάσει.
– Ήρωες για λίγο. Άμα περάσει η μπόρα θα τους ξεχάσουν. Θα ψάχνουν γι άλλους ήρωες.
-Οι πολιτείες οι μουντές μας, μοιάζουν σαν φυλακές, κλεισμένος μέσα δεν μου δίνουν καμιά χαρά πια. Μα πιο πολύ φοβάμαι τα τύμπανα που αχούν από μακριά…
-Δύσκολα χρόνια πάντα έρχονται. Να μη το βάζουν κάτω τα παιδιά μας, μόνο αυτό θέλω. Κι όταν πέφτουν να ξανασηκώνονται. Ανήφορος είναι η ζωή μας, μέχρι να φτάσουμε στην πιο ψηλή κορφή της.
-Και να προσέχουν τις υποσχέσεις των πολιτευτάδων. Τα δάνεια, με εγγύηση του δημοσίου, είναι σαν τις κάρτες τις πιστωτικές. Μόλις θα ΄ρθουν τα δύσκολα, τα δάνεια τους θα πάνε στο Δημόσιο Ταμείο και στα funds και θα μπαίνει τόκος κάθε μέρα κι αν έχεις σπίτι θα στο βγάζουν στο σφυρί. Αυτά λέγω κι εγώ τώρα στα παιδιά μου.
Οι δυο φίλοι πιάστηκαν απ΄ τα μπράτσα κι άρχισαν να χορεύουν από τις νότες ενός τραγουδιού που ένα μικρό αεράκι τις έφερνε στ΄αυτιά τους.
Μα ένα βράδυ ο κυρ-Αντώνης στρώνει να κοιμηθεί
Κι όταν ξυπνάμε τον καρτεράμε στην πόρτα να βρεθεί
Μα ο κυρ-Αντώνης δεν θα βγει ποτέ του στην αυλή
αφού για πάντα μες στ’ όνειρό του θέλησε πια να ζει…