Home » Βιβλιοθήκη » ΠΤΥΧΙΟ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

ΠΤΥΧΙΟ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

ΔΙΗΓΗΜΑ

ΠΤΥΧΙΟ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

 

Ποιο επάγγελμα θ΄ ακολουθούσα στη ζωή μου το έκρινε ο αριθμός των ειδικών μορίων που ίσχυε εκείνη τη χρόνια, για την εισαγωγή των αποφοίτων στις Ανώτερες κι Ανώτατες Σχολές.

Ένας τυφλοσούρτης ήταν το εξεταστικό σύστημα και δεν έκανε την παραμικρή χάρη. Για λίγα μόρια έχασα τη σχολή Καλών Τεχνών και πέρασα στο Τμήμα Πληροφορικής, μεράκι του πατέρα μου.

«Πατάς ένα κουμπί», έλεγε η μητέρα μου…

«Και βγαίνει η χοντρή»,  απαντούσε  o πατέρας μου, γελώντας.

Κι άρχιζε το  τροπάριό του΅ : «Η ανακάλυψη που θ΄ αλλάξει το μέλλον του κόσμου και θα σ΄ εξασφαλίσει ένα σίγουρο επαγγελματικό μέλλον», και συνέχιζε το ψαλμό του: «Καλύτερα μ΄ ένα πτυχίο του μέλλοντος, παρά ζωγράφος σε μια πόλη που καλά, καλά δεν έχει ούτε μία αίθουσα τέχνης».

Η επιστήμη που θ΄ άλλαζε το μέλλον του κόσμου μου κόστισε πολλές ώρες μελέτης μέχρι τη μέρα που ο υπεύθυνος της γραμματείας της σχολής μ΄ ευχήθηκε: «Και καλή σταδιοδρομία!», όταν παρέλαβα τον κίτρινο φάκελο της πολυπόθητης περγαμηνής με τους κόπους τεσσάρων χρόνων σπουδών του τμήματος Εφαρμοσμένης Πληροφορικής.

Τα θυμάμαι σαν ήταν χθες, παίρνοντας το φάκελο μου πήγα κατευθείαν στο σταθμό υπεραστικών λεωφορείων, τέρμα Λιοσίων, για να προλάβω το τελευταίο δρομολόγιο και το τελευταίο της φοιτητικής μου ζωής.

Ύστερ΄ από πέντε ώρες διαδρομής ο οδηγός τράβηξε χειρόφρενο, φτάνοντας στην αφετηρία του με το ρολόι του σταθμού να δείχνει 12 τα μεσάνυχτα. Πήρα τον πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά μου.

-Αραχόβης  4,  είπα κοφτά στον ταξιτζή.

Το ταξί φρενάρισε ύστερ΄ από δέκα λεφτά διαδρομής και με άδειασε μπροστά στο σπίτι μου. Χτύπησα το κουδούνι και  στο κατώφλι της πόρτας πρόβαλε, με ευχάριστη προσμονή στο πρόσωπό της, η μητέρα μου. Τις ανέμισα παιχνιδιάρικα τον κίτρινο φάκελο πάνω απ΄ το κεφάλι της κι αγκαλιασμένοι κλείσαμε την πόρτα πίσω μας.

Ο πατέρας μου, θρονιασμένος στο μεγάλο καναπέ στο βάθος του σαλονιού σαν φύλαρχος μιας μυθικής φυλής περίμενε ν΄ ακουμπήσω στα πόδια του τα λάφυρα του τετράχρονου αγώνα μου με τους αλγορίθμους, δομές δεδομένων, θεωρία της πολυπλοκότητας κι άλλες μαθηματικές πτυχές της εφαρμοσμένης πληροφορικής.

Μόλις μας είδε, ανεμίζοντας τον φάκελο στον αέρα, σηκώθηκε και ρίχτηκε κι εκείνος επάνω μας. Αγκαλιασμένοι για λίγη ώρα χοροπηδούσαμε, φιλώντας με πότε ο ένας και πότε ο άλλος σα να ήμουν ο λατρευτός σωτήρας τους.

Ο πατέρας μου πήρε τον φάκελο μου και με την προσοχή που απαιτεί ένας  πολύτιμος θησαυρό τον τοποθέτησε επάνω  στο τραπέζι.

-Πω! Πω! Πραγματικό έργο τέχνης! αναφώνησε έκπληκτη η μητέρα μου.

-Θεέ μου, σ΄ ευχαριστώ, μου χάρισες το πιο ακριβό δώρο στη ζωή μου, είπε ο πατέρας μου.

Το έργο τέχνης ήταν μια τετραγωνισμένη περγαμηνή, πλαισιωμένη με χρυσαφί περίγραμμα πάνω σε κεραμιδί φόντο. Τα καλλιγραφικά γράμματα και τα παράξενα γεωμετρικά σχήματα και σήματα, συμπλήρωναν με αυστηρό τόνο, την επισημότητα και την εγκυρότητα των πτυχίων της ανώτερης σχολής μου.

Πάνω, πάνω το πτυχίο έγραφε: Κωνσταντίνος  Γιολάντης  του Γεωργίου. Πτυχιούχος Εφαρμοσμένης Πληροφορικής.

Το όνειρο τους να με δουν μια μέρα επιστήμονα με πτυχίο του σίγουρου επαγγέλματος και του σίγουρου μέλλοντος, είχε γίνει πραγματικότητα.

Η επιτυχία μου μετά από λίγες μέρες γιορτάστηκε με τα πατροπαράδοτα συχαρίκια και τις συγχαρητήριες αγγελίες του πατέρα μου κι άλλων συγγενών και φίλων στις τοπικές εφημερίδες που ανήγγειλαν με ευχές την απόκτηση του πολυπόθητου πτυχίου μου.

Ακολούθησε το καθιερωμένο κάλεσμα των συγγενών και φίλων μ΄  ένα γιορταστικό τραπέζι, για την καλή πρόοδό μου, «έθιμο στο σόι μας, πρέπει να το κάνουμε», μου είπε η μάνα μου.

Τα γιορτινά συχαρίκια και η γιορτινή ατμόσφαιρα δεν έλεγαν να κοπάσουν. Τις συγχαρητήριες ευχές των συγγενών και φίλων στις τοπικές εφημερίδες ο πατέρας μου τις έκοβε και τις τοποθετούσε  σ΄΄  ένα παλιό άλμπουμ που κρατούσε όλες τις σχολικές επιτυχίες μου.

Τη χαρούμενη ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών τη συνόδευε μια πρωτόγνωρη ευφορία διάχυτη στην πόλη. Ο λόγος της, η μεγάλη άνοδος και το απρόσμενο ύψος των τιμών των χρηματιστηριακών συναλλαγών.

Η άνοδο της χρηματιστηριακής αγοράς μονοπωλούσε το ενδιαφέρον όλων των συζητήσεων. Η πιο συχνή ερώτηση, που αιωρείτο καθημερινά στον αέρα ήταν: «πόσο πήγε σήμερα το χαρτί;». Υπονοώντας τη μετοχή της ΕΘΝΙΚΗΣ, της ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ, της ΦΟΙΝΙΞ, της ΔΕΚΑΡ, της ΑΚΤΕΡ κι άλλες παράξενες εμπορικές εταιρίες που τις άκουγα για πρώτη φορά.

Όλοι συζητούσαν για τους δείκτες και δείκτες της οικονομίας, ανεβάζοντας το ενδιαφέρον της αγοράς και της πώλησης των μετοχών ακόμη πιο ψηλά. Τα δε νέα των μεγάλων κερδών που κάποιος είχε κερδίσει, από στόμα σε στόμα περιέτρεχαν τη μικρή μας πόλη και το επίκεντρο των συζητήσεων ήταν ο ο τάδε… που είχε κερδίσει πολλά λεφτά, μέσα σε μια μέρα κι έγινε πλούσιος σε λίγο χρονικό διάστημα.

Ο πυρετός του εύκολου και γρήγορου κέρδους των χρηματιστηριακών συναλλαγών των μετοχών ανέβηκε ακόμη πιο ψηλά μετά απ΄ό τις ανακοινώσεις των δυο μεγάλων κόμματων, ανεβάζοντας το θερμόμετρο του χρηματιστηριακού πυρετού ακόμη ψηλότερα. Η σοσιαλιστική κυβέρνηση υμνούσε την οικονομική  πολιτική της και παρακινούσε τους επενδυτές ν΄ αγοράσουν μετοχές, για ν΄ απολαύσουν τα κέρδη της ελεύθερης αγοράς και η φιλελεύθερη αντιπολίτευση προέτρεπε τους επενδυτές να είναι επιφυλακτικοί και να μένουν πιστοί στους κανόνες της παρεμβατικής αγοράς.

Ο πατέρας μου, που ήξερε πολύ λίγα από τους νόμους της οικονομικής επιστήμης, απορούσε απ΄ό την απροσδόκητη πολιτική των δυο μεγάλων κομμάτων, λέγοντάς με μια μέρα:

-Μ΄΄  έχουν μπερδέψει τα δυο κόμματα; Δεν μπορώ να ξεχωρίσω πια, πιο κόμμα είναι της δεξιάς και πιο της αριστεράς;

-Σ΄ εποχές ευφορίας, το κόμμα είναι ένα! του απάντησα. «Ώσπου να το ανακαλύψεις, δεν αγοράζεις καμιά μετοχή, του είπα, παρασυρόμενος κι εγώ από το κλίμα εκείνων των ημερών.

-Τι μετοχή; και το πτυχίο σου, τι είναι; Εμείς, επενδύσαμε στο σίγουρο επαγγελματικό μέλλον σου, μ΄ απάντησε με περηφάνια. Περίμενε λίγο και θα δεις πόσο αξίζει η δική σου μετοχή, πρόσθεσε μετά.

Η πρώτη αξιολόγηση της μετοχής μου, όπως την ονόμασε ο πατέρας μου εμφανίστηκε στο χρηματιστήριο αξιών δυο μήνες αργότερα, μόλις προσκόμισα το φωτοτυπημένο πτυχίο μου με το βιογραφικό μου στην  ΚΡΕΑΤΟΕΜΠΟΡΙΚΉ & ΣΙΑ. Μια μεγάλη αλλαντοβιομηχανία της περιοχής, μαθαίνοντας ότι ζητούσαν, λόγω των αναγκών και της χρηματιστηριακής αγοράς ειδικευμένο προσωπικό επειγόντως.

Με ειδοποίησαν λίγες μέρες αργότερα, βρίσκοντας επαρκέστερο το βιογραφικό μου, ξεκινώντας την πρώτη μου εργασία με πολλή όρεξη. Μετ΄ά από τρεις εβδομάδες όλοι οι λογαριασμοί και το ατέλειωτο χαρτοβασίλειο της εταιρίας μπήκε σε μια τάξη και το γραφειοκρατικό αλαλούμ των προηγουμένων ετών και ημερών το αντικατέστησε η συστηματική εργασία του σίγουρου επαγγέλματός μου και της επιστήμης του μέλλοντος. Όλες οι λογιστικές εργασίες ήταν μέσα στο γνωστικό μου πεδίο και ο υπεύθυνος της εταιρίας όταν είδε το αποτέλεσμα είπε με στόμφο: «Από αύριο θα ΄έχεις ιδιαίτερο γραφείο. Ο μισθός σου όμως θα είναι του ανειδίκευτου εργάτη, στην αρχή μόνο».

-Ανειδίκευτος εργάτης με ιδιαίτερο γραφείο; τόλμησα να ρωτήσω.

-Προσωρινά. Σύντομα θα πάρεις αύξηση, συμπλήρωσε μετά από λίγο ο υπεύθυνος μισθοδοσίας.

Αλλά, πριν προλάβω να κλείσω ούτε τον πρώτο μήνα της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του σίγουρου μέλλοντος, πηγαίνοντας να παραλάβω τους φακέλους συναλλαγών πρόσεξα μια ασυνήθιστη κίνηση του προσωπικού στο γραφείο του διευθυντή της εταιρίας. Από το πρωί εκείνη τη μέρα, παρατήρησα μια ασυνήθιστη ταραχή στις κινήσεις του διευθυντικού προσωπικού, αλλά μη ξέροντας ακόμη τις επιχειρηματικές συνήθειες της εταιρίας δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία.

Το ανήσυχο κλίμα το διευθυντικού προσωπικού το κατάλαβα το ίδιο βράδυ, όταν η τηλεόραση μετέδιδε σε τακτά διαστήματα την είδηση της μεγάλης φούσκας του χρηματιστηρίου που σκάζοντας παρέσυρε επενδυτές κι επιχειρηματίες σε πρωτοφανή οικονομική καταστροφή.

Την οικονομική καταστροφή της ΚΡΕΑΤΟΕΜΠΟΡΙΚΗΣ & ΣΙΑ την επιβεβαίωσα την άλλη μέρα από το «πηγαδάκι» μιας έντονης συζήτησης υπαλλήλων που είχαν συγκεντρωθεί στο τμήμα πωλήσεων. Πλησίασα το «πηγαδάκι» για να ακούσω τι έλεγαν.

-Έπαιζε με δανεικά και τα ΄έχασε όλα…

-Οι υποχρεώσεις της εταιρίας είναι πολλές, με καταστροφικές συνέπειες για την επιβίωσή της…

Το «πηγαδάκι» των υπαλλήλων συνέχιζε τη συζήτηση, μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο, καθώς νέες πληροφορίες έφταναν από τα άλλα τμήματα της εταιρίας. Η ανησυχία για το μέγεθος της καταστροφής κάθε στιγμή που περνούσε έπαιρνε  μεγαλύτερες  διαστάσεις.

Όλα όσα ακολούθησαν τις επόμενες μέρες ήταν απερίγραπτα. Τράπεζες και πιστωτές μπήκαν στα γραφεία της εταιρίας κι άρχισαν το διαχειριστικό έλεγχό της.

Οι υποθήκες των δανείων και οι ακάλυπτες επιταγές που είχαν επενδυθεί σε μετοχές φούσκες πήραν το δικαστικό δρόμο κι ο πρώτος μισθός μου ακολούθησε τη μοίρα της εταιρίας, πέφτοντας στο βωμό της μεγάλης  χρηματιστηριακής φούσκας.

-Η αγορά αρρωσταίνει, αλλά δεν πεθαίνει ποτέ παιδί μου, με παρηγόρησε ο πατέρας μου, όταν γύρισα με κατεβασμένα τα μούτρα.

-Μια περιστασιακή ατυχία είναι παιδί μου, δεν είναι δική σου αποτυχία, συμπλήρωσε η μάνα μου με τον ίδιο παρηγορητικό τόνο.

Ύστερ΄  από τη χρηματιστηριακή φούσκα που εξανέμισε τόσο άδοξα τον πρώτο μισθό μου, ήρθε το καλό νέο και πάλι, από το πτυχίο του σίγουρου επαγγέλματος και του σίγουρου μέλλοντος που είχα αρχίσει να το πιστεύω κι εγώ, από την  ΞΥΛΟΕΜΠΟΡΙΚΗ Ο.Ε., μια εταιρία εμπορίας κι επεξεργασίας ξύλου.

Επισκέφθηκα την εταιρία και κατέθεσα το βιογραφικό μου, δίνοντας μια μικρή συνέντευξη στον υπεύθυνο πρόσληψης προσωπικού και την επόμενη μέρα με ειδοποίησαν, καλώντας με για δουλειά, ως ο επαρκέστερος μεταξύ τριάντα άλλων ενδιαφερομένων για την ίδια εργασία.

Η επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρίας ήταν στον τομέα παραγωγής κι επεξεργασίας παντός είδους ξύλου, επεκτείνοντας τις εργασίες της σε μια γειτονική χώρα, μ΄  ένα μέρος των παλαιών μηχανημάτων της που είχε μεταφέρει εκεί από καιρό.

Με τον ίδιο ζήλο ενός πρωτόβγαλτου ηθοποιού πάνω στη σκηνή ξεκίνησα και πάλι τις εργασίες μου και σε μικρό χρονικό διάστημα φύσηξε ο άνεμος της τεχνολογικής αλλαγής και του τεχνολογικού μέλλοντος, απολαμβάνοντας τον πρώτο μισθό μου αισίως αυτή τη φορά και στη συνέχεια τον 5ον μηνιαίο μισθό μου.

Το χρηματιστηριακό Βατερλό της ΚΡΕΑΤΟΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ φάνταζε μακρινό παρελθόν πια, παρασύροντάς με η επιτυχία μου και κάνοντας τις πρώτες απερίσκεπτες αγορές μου, μόλις πήρα την πρώτη μικρή αύξηση του μισθού μου.

Με ένα μικρό αυτοκινητάκι με μηδέν προκαταβολή και 48 άτοκες δόσεις, κλείνοντας τον πρώτο πιστωτικό και καταναλωτικό λογαριασμό μου με δυο ηλεκτρικές οικιακές συσκευές, δώρο στη μάνα μου, και μία αναπαυτική καρέκλα για το ραχάτι του πατέρα μου, όλα με ελάχιστες δόσεις.

Ο πατέρας μου έπλεε σε πελάγη ευτυχίας για το επιτυχημένο επαγγελματικό μέλλον μου, που όμως το σχεδίαζε η ΞΥΛΟΕΜΠΟΡΙΚΗ Ο.Ε., σκάζοντας στα χέρια μου και η  δεύτερη εργασιακή φούσκα.

-Το κόστος παραγωγής του ξύλου στη γείτονα χώρα είναι το 1/5 του κόστους μας εδώ, άρχισε να μας εξηγεί ένα πρωινό, μετά από έξη μήνες εργασίας ο προϊστάμενος προσωπικού.

Με είχαν ειδοποιήσει από το πρωί ότι η διεύθυνση της εταιρίας θα προέβαινε σε επείγουσες ανακοινώσεις και με ανυπομονησία περίμενα ν΄ ακούσω τα περισπούδαστα νέα στο προαύλιο του εργοστασίου χωρίς να έχω φανταστεί ακόμη τι με περίμενε.

Και οι περισσότεροι απ΄ τους εργαζομένους δε περίμεναν ν΄ ακούσουν τέτοια δυσάρεστα νέα, όπως κι εγώ. Ο διευθυντής της εταιρίας αφού έδωσε τις ευχαριστίες στο προσωπικό για τη αγαστή συνεργασία όλων των χρόνων, αρχίζοντας λόγο του εξέφρασε τη λύπη του, αλλ΄ά ανώτεροι οικονομικοί λόγοι ανάγκασαν την εταιρία να πάρει αυτή την απόφαση, λέγοντας:

-Αποφασίσαμε να μετακομίσουμε το εργοστάσιο σε γείτονα χώρα, γιατί κρίναμε ότι το κόστος παραγωγής μας ήταν οικονομικά ασύμφορο.

Η εταιρία κράτησε τους παλιούς υπαλλήλους, όσους χρειαζόταν λίγα χρόνια για τη σύνταξή τους και τους υπόλοιπους μας απέλυσαν όλους.

Η δεύτερη επαγγελματική αποτυχία μου και το κλείσιμο κι άλλων επιχειρήσεων του σίγουρου επαγγέλματος και των επιστημών του μέλλοντος  με έκανε να αισθανθώ αμέσως μετά τη δεύτερη αποτυχία μου πιο έντονα την ανησυχία ενός απρόβλεπτου παρόντος.

Μετά την απόλυσή μου την άραζα στην «Παραλία» κι έψαχνα τις μικρές αγγελίες, ξεφυλλίζοντας τις τοπικές εφημερίδες. Η «Παραλία» ήταν το νυφοπάζαρο της πόλης παλιότερα. Αργότερα η «πασαρέλα» και μετά η «μικρή βουλή», όπου παράγοντες και πολιτικοί ειδήμονες α ρ α χ τ ο ί, πίνοντας το φραπέ τους, «έλυναν» όλα τα προβλήματα της κοινωνίας και της πόλης.

Οι τίτλοι των εφημερίδων αποτύπωναν στα καθημερινά πρωτοσέλιδα του τοπικού τύπου, με εκτενή ρεπορτάζ κι αναλύσεις, την εικόνα μιας νοσηρής οικονομικής ατμόσφαιρας, πρωτόγνωρης για τα οικονομικά δεδομένα της μικρή μας πόλης.

Η «Μεγάλη Ληστεία». «Η φούσκα του χρηματιστηρίου, άλλαξε τα οικονομικά δεδομένα ολόκληρης της περιοχής εν μια νυκτί. «Τα κέρδη της ληστείας μπήκαν σε τσέπες ορισμένων επιφανών πολιτικών και γνωστών οικονομικών παραγόντων της χώρας». «Φούσκες Παντού. «Η αύξηση της ανεργίας και η καθίζηση της καταναλωτικής ζήτησης έπληξε σοβαρά τις λιγοστές βιομηχανίες και βιοτεχνίες του νομού». «Το εφιαλτικό σκηνικό το συμπληρώνει το ξεφούσκωμα της φούσκας των χωρών του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», αλλάζοντας ξαφνικά όλα τα εργασιακά δεδομένα». «Το Σκάνδαλο του Αιώνα». «Η νέα οικονομική κατάσταση δημιούργησε ένα τεράστιο μεταναστευτικό κύμα από φθηνά εργατικά χέρια. «Η μετανάστευση κεφαλαίων και μηχανών προς τις γειτονικές χώρες, με φορολογικές απαλλαγές και φθηνή εργασία δημιουργούν μια καλπάζουσα ανεργία που θ΄ ανατρέψει τα πάντα».

Ο καφές της παρηγοριάς μου στην «Παραλία» είχε συμπληρώσει μήνα απ΄ό τη μέρα της απόλυσής μου. Είχα πάρει την πρώτη κάρτα ανεργίας από το ΟΑΕΔ, το απολυτήριο της εργασίας απ΄ό τη ΞΥΛΟΕΜΠΟΡΙΚΗ Ο.Ε και την πρώτη ειδοποίηση των τριών απλήρωτων δόσεων του 1200ρι σε τιμή ευκαιρίας.

Έπρεπε με κάθε τρόπο να βρω δουλειά, διαβάζοντας τις «μικρές αγγελίες» των εφημερίδων, σημείωσα την πρώτη που βρήκα ενδιαφέρουσα. «Ζητείται νέος για διανομή  έτοιμου φαγητού, μισθός ικανοποιητικός».

Χωρίς να το πολυσκεφθώ βρέθηκα μπροστά στο «Πακετάδικο». «ΟΠΟΙΟΣ ΦΑΕΙ ΘΑ ΞΑΝΑΦΑΕΙ».

-Παρακαλώ,  είμαι για την αγγελία στην εφημερίδα, είπα στον άνθρωπο που ήταν μπροστά στο ταμείο.

-Στο αφεντικό, είπε ο ταμίας, δείχνοντας μου έναν κοντόχοντρο  τύπο που καθότανε αραχτός σ΄ ένα τραπεζάκι στη γωνία.

-Παρακαλώ, για την αγγελία στην εφημερίδα, είπα ξανά στον κοντόχοντρο τύπο.

Το αφεντικό με κοίταξε απ΄ό την κορυφή μέχρι τα νύχια. Έπειτα σηκώθηκε και ζήτησε να τον ακολουθήσω.

-Αυτό είναι το εργαλείο σου. Ο μισθός σου 5% επί των διαδρομών. Την πόλη την ξέρεις, είσαι και ωραίος, σάλταρε και τρέχα, είπε  με χοντρή φωνή.

Ένα κόκκινο παπάκι στεκότανε μπροστά μου, έτοιμο να υπακούσει στις εντολές του αναβάτη του. Ένιωσα τα χρέη να με σφίγγουν απελπιστικά το λαιμό μου και σκέφτηκα: «Δε βαριέσαι, μηχανή κι ο υπολογιστής μου, μηχανή και το παπάκι».

Ένα δίτροχο παπάκι πανέτοιμο να εξορμήσει εναντίον του απλήρωτου αυτοκινήτου μου.

Πάτησα το γκάζι, ελπίζοντας να καταφέρω να φτάσω τις καθυστερημένες δόσεις που έτρεχαν πιο γρήγορα κι έγιναν δέκα, μετά δεκαπέντε και πάνω στο χρόνο το τετράτροχο άτι μου επέστρεψε στην αντιπροσωπεία του με τον πιο άδοξο τρόπο.

Το ίδιο βράδυ, της ίδιας μέρας με τον κολλητό μου, τον Στάθη, γιορτάσαμε την αναβάθμιση των πτυχίων μας στην ταβέρνα της Μαριώς. Εν μέσου οίνου, χορδών και μελωδιών του Τσιτσάνη, αναλύοντας τα νέα δεδομένα της κατάστασης.

Καλέσαμε το θεό της ευθυμίας ν΄ αναβαθμίσει τα πτυχία του σίγουρου μέλλοντος και της επαγγελματικής επιτυχίας μας κι εκείνος ανταποκρίθηκε, φέρνοντάς μας αρκετό κόκκινο Καστρακιότικο κρασί.

-Φτου μας, να χαρώ τα πτυχία μας…

– Εβίβα και σε ανώτερα…

-Το ΄δες το πτυχίο ανεργίας μου…

-Όχι… είδα το πτυχίο ευκαιρίας…

-Το πτυχίο  έγινε να…   Μια φούσκα ανεργίας… Ξέρεις…

-Όχι …. Εγώ απέκτησα φούσκα ευκαιρίας… Καλό  δεν είναι ;

-Το δικό μου είναι ανώτερο… Το ανεργίας είναι…

-Καλά… Κράτα εσύ το ανεργίας… Εγώ θα πάρω τη φούσκα εργασίας…

Αφήσαμε την ταβέρνα της Μαριώς κρατώντας ο ένας τον άλλο μη πέσουμε σε κανέναν τοίχο. Κάπου-κάπου, απ΄΄΄  όσα θυμάμαι, του πετούσα μια φουσκωτή μπάλα που βρήκαμε ξεφούσκωτη στο δρόμο κι ο Στάθης τρεκλίζοντας μέσα στη νύκτα  την ξαναπετούσε σε μένα.

Πώς έφτασα στο σπίτι ούτε που το θυμάμαι, εκτός από τα λόγια της μάνας μου που μόλις με είδε μπροστά της να τρεκλίζω είπε: «Αχ, Παναγία μου, θα το χάσω το παιδί μου».

Σαλτάρισε κι ο πατέρας μου μ΄ αυτή την εξέλιξη. Ήταν εντελώς έξω από τις προσδοκίες του.  Τον ενοχλούσαν οι ερωτήσεις των φίλων και γνωστών.

-Τι κάνει ο Κώστας  κυρ-Γιώργη;

-Πώς πάει με τη δουλειά του;

Τι να απαντήσει ο πατέρας μου ;

Το προσωρινά και το προσωρινά είχε πια τελειώσει. Το κόκκινο παπάκι μου στριφογύριζε ολομερής στην πόλη. Προσωρινά και προσωρινά, είχε περάσει και δεύτερος χρόνος.

Η μόνη παρηγοριά του η κατάθεση του βιογραφικού μου μ΄ ένα σωρό άλλα δικαιολογητικά που ζητούσαν διάφορες υπηρεσίες για κάποια θέση στο δημόσιο. Το ίδιο έκανε και η μάνα μου, έτρεχε από γραφείο σε γραφείο τοπικών βουλευτών κι άλλων παραγόντων, μετά το άσχημο περιστατικό του μεθυσιού μου.

-Μη ξεχάσετε να πάρετε το «πιστοποιητικό κομματικών φρονημάτων», τους είπα μια μέρα.

-Σταμάτα τις ειρωνείες σου, δεν είναι το ίδιο πράγμα, με απάντησε ο πατέρας μου.

-Ίδιο κι απαράλλακτο. Όπως παλιά. Εσύ δε μου τα ΄έλεγες; «Για να βρεις δουλειά έπρεπε να προσκομίσεις πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», τα ίδια κι απαράλλακτα είναι και τώρα.

Μετά την οδυνηρή εξέλιξη των χρεών μου, τις ώρες της σχόλης την άραζα, διαβάζοντας στην «Παραλία» τις μικρές αγγελίες. Έγινε το αγαπημένο μου χόμπι. Σαν να έπαιζα στον ιππόδρομο, με φαβορί κι αουτσάιντερ. Ώρες ολόκληρες σημείωνα κι έπαιρνα πληροφορίες για δουλειές που οι περισσότερες ήτανε «φούσκες» κι άλλες περίεργες εργασίες. Είχα εγκαταλείψει από καιρό το κομπιούτερ και το μυαλό μου είχε γεμίσει με καινούργια δεδομένα. Πίτσα καρμπονάρα, σπέσιαλ με τυρί και όχι, κι ένα σωρό άλλες ιταλικές γαστρονομικές συνήθειες.

Ξαφνικά μια μέρα, ξεφυλλίζοντας το αγαπημένο μου χόμπι, μια αγγελία με τράβηξε την προσοχή μου: «Ζητείται σερβιτόρος, μισθός 1.500 δραχμές μηνιαίως. Ασφάλεια, δωρεάν σπίτι, φαγητό…».

«1.500, το μήνα φίλε μου. Όσα παίρνω τρεις  μήνες εδώ». Πληκτρολόγησα μήνυμα στο κινητό μου και το ΄έστειλα στο  Στάθη.

«Σου το ΄έλεγα από καιρό, η χώρα μας ανήκει στις χώρες του «υπαρκτού καπιταλισμού», διάβασα την απάντησή του.

«Είμαστε χώρα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», του απάντησα.

«Το ίδιο είναι. Πρόσεξε τις φούσκες, φίλε μου», με απάντησε εκείνος.

Μετά το δεύτερο μήνυμα του Στάθη, ζήτησα πρόσθετες και πιο έγκυρες πληροφορίες. Όταν τις έλαβα έκλεισα αμέσως τη δουλειά κι αποφάσισα να το ανακοινώσω στους γονείς μου το μεσημέρι.

-Φεύγω σ΄ άλλη χώρα. Βρήκα δουλειά, με 1.500 δραχμές το μήνα, είπα όσο χαμηλόφωνα μπορούσα

Ο πατέρας μου συμπλήρωνε  ένα καινούργιο βιογραφικό εκείνη τη στιγμή.

-Σε ποια χώρα; ρώτησε απορημένα.

-Σερβιτόρος σ΄ ελληνικό εστιατόριο. Προσωρινά, πρόσθεσα λίγο δυνατότερα τώρα.

Η μάνα μου έμεινε αποσβολωμένη,  με κοίταγε ανέκφραστη κι απορημένη.

Ο πατέρας μου έμεινε ακίνητος, με ανοιχτό το στόμα, σαν κάποιο μαχαίρι να καρφώθηκε στο κεφάλι του. Ένα μαχαίρι που το πέταξα εγώ και πάνω του έγραφε, από τη μια μεριά προσωρινά και απ΄ό την άλλη σερβιτόρος.

Μετά άκουσα ένα βραχνό «σερβιτόρος» κι εκείνο το «προσωρινά», που το είχα ξανακούσει κι αμέσως είπε: «Σ ε ρ β ι τ ό ρ ο ς  μ ε  π τ υ χ ί ο  π λ η ρ ο φ ο ρ ι κ ή ς», διακεκομμένα και σπαστά αυτή τη φορά. Προσπάθησε να ξανακλείσει το στόμα του, αλλά ήταν αδύνατο. Προσπάθησε να πει κάτι, αλλά δεν έβγαινε φωνή. Η μάνα μου έτρεξε κοντά του.

-Ένα γιατρό, Κώστα, γρήγορα!

-Κάλεσε ταξί, φώναξε αλαφιασμένη η μάνα μου πάλι.

Το ταξί ήρθε μετ΄ από λίγο και μας φόρτωσε γρήγορα. Όταν κατάλαβε ο οδηγός το επείγον του περιστατικού ανέπτυξε ταχύτητα. Ο πατέρας μου έλεγε ασυνάρτητα λόγια συνεχώς: «ο πόλεμος», «η πείνα», «η κατοχή». Έμοιαζε να είναι κάπου αλλού. Μετ΄  άρχισε να λέει, «αντίσταση», «απελευθέρωση».

Το ταξί κορνάριζε συνεχώς κι εκείνος με κοίταγε με μάτια απορημένα. Είχε γύρει μπροστά κι ανοιγόκλεινε το στόμα, ρωτώντας με δυσκολία: «Ποιος νίκησε στον πόλεμο;», «γιατί  πανηγυρίζαμε στο τέλος του πολέμου;».

Τρέχαμε αλαφιασμένοι καθώς η σειρήνα ενός άλλου νοσοκομειακού απ΄ έξω χτυπούσε δαιμονισμένα.

Σήκωσε το βλέμμα πάνω μου και με δυσκολία ρώτησε:  «Μήπως γιε μου πας στο μέτωπο ενός νέου πολέμου;», «μήπως έρχονται πάλι;», «αυτό θέλεις να μου πεις;».

Τον κοίταγα απορημένα. Είχε γύρει το κεφάλι κάτω και η μάνα μου προσπαθούσε με μια πετσέτα να σκουπίσει το μέτωπό του. Ξαφνικά τινάχτηκε, σήκωσε το κεφάλι, και φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει σπαστά  και διακεκομμένα :

-Ξ α ν ά ρ χ ο ν τ α ι,  π ρ ό σ ε χ ε  Κ ώ σ τ α! αμέσως μετά έμεινε ακίνητος κι έπεσε σε κώμα.

Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο τον παρέλαβαν οι εφημερεύοντες γιατροί και μας ανακοίνωσαν τα νέα.

-Πρόκειται για εγκεφαλικό επεισόδιο ήπιας μορφής. Θα συνέλθει σιγά, σιγά. Αρκεί ν΄ αποφύγουμε την τρίτη κρίση, είπε ο γιατρός, απευθυνόμενος σε μένα και στη μάνα μου που τον κοιτάζαμε τρομαγμένοι.

Δυστυχώς, ο τυφλοσούρτης χάρος μας ξαναχτύπησε και τρίτη φορά. Έτσι έφυγε ο πατέρας μου. Ξαφνικά κι απρόσμενα.

Ο φίλος μου ο Στάθης έφυγε μετά από λίγες μέρες, πήγε στη θέση μου, σερβιτόρος, με δίπλωμα Διοίκησης Επιχειρήσεων.

Εγώ έμεινα στη χώρα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» κι απλώνω την πραμάτεια μου, στις λαϊκές αγορές της πόλης.

-Διαλέξτε!

Μικροπωλητής λαϊκών αγορών, ξηρών καρπών, με πτυχίο εφαρμοσμένης πληροφορικής.

Λίγο πιο κάτω έχει τον πάγκο του ο Γιάννης, ο ανθοπώλης, με πτυχίο βιολογίας,  ο Γιώργος ο μανάβης, καθηγητής γερμανικής φιλολογίας, και στη σειρά άλλοι πτυχιούχοι. Στο τέλος της λαϊκής, στήνουν τις πραμάτειες τους από τις πρώην χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», όλοι τους πτυχιούχοι ανώτερων σχολών.

«Στάθη, αυτή δεν είναι λαϊκή αγορά. Αυτό είναι λαϊκό πανεπιστήμιο. Σήμερα ήρθε  καινούργιος στη σειρά, με πτυχίο φαρμακοποιού». Σε χαιρετώ, Κώστας.

-Διαλέξτε !

Φώναξα, όσο πιο δυνατά μπορούσα κι έκλεισα το κινητό μου.

ΤΕΛΟΣ

(Διήγημα από ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων με τίτλο: «Με Σώας τας Φρένας», του Βασίλη Πάνου).