ΑΛΛΟΙ ΜΕ ΧΑΒΙΑΡΙ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΜΕ ΕΛΙΕΣ ΞΙΔΑΤΕΣ
“Τα εδέσματά τους ήταν Λουδοβίκεια με άφθονη γαλλική σαμπάνια και σε κρυστάλλινα ποτήρια Βιέννης”
Τα Τρίκαλα ήταν μια πόλη με ξεκάθαρη κοινωνική σύνθεση. Με δυο τάξεις, τους φτωχούς και τους πλούσιους και ίσα μοιρασμένες σε αριθμό οικογενειών. Όχι όμως ίσες στο πορτοφόλι. Και στην τάξη των φτωχών υπήρχε μια οικονομική διαβάθμιση όπως και στην τάξη των πλουσίων. Τη διαφορά τους στον αριθμό την ανέτρεπε υπέρ των φτωχών, η αγροτική τάξη των γύρω χωριών, οι οποίοι δεν ήταν απλά φτωχοί, αλλά πάμπτωχοι.
Για το λόγο αυτό τις αποκριές, την τελευταία εβδομάδα πριν την Καθαρά Δευτέρα και τις μέρες της Σαρακοστής διαφορετική ήταν η ζωή και οι αποκριάτικες εκδηλώσεις των δύο τάξεων και διαφορετικές οι αποκριάτικες εκδηλώσεις των αγροτικών χωριών γύρω από την πόλη.
Η αριστοκρατία των Τρικάλων, τίτλο που τον είχε αποκτήσει από πολύ νωρίς (τέλος 19ου αι.)η μικρή τότε τάξη των πλουσίων, ήταν μια αναγνωρίσιμη τάξη σ΄όλη την Ελλάδα για τον πλούτο της και μάλιστα για τους Αθηναίους μια επίσκεψη στα Τρίκαλα την διατυμπάνιζαν σε φίλους και γνωστούς σαν να είχαν πάει στο Παρίσι.
Τις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα οι αποκριάτικες εκδηλώσεις των πλουσίων, μεγαλοαστών κυρίως, είχανε οικογενειακό χαρακτήρα και γινόταν σε πλούσια αρχοντικά της πόλης. Μέσα στα μεγάλα αρχοντικά των μεγάλων σαλονιών συγκεντρώνονταν όλη η «αφρόκρεμα» της τρικαλινής κοινωνίας, όπως την ονόμαζε ο τοπικός τύπος και διασκέδαζε στις περίφημες χοροεσπερίδες των τσιφλικάδων και μεγαλοαστών και αποτελούσαν το μεγάλο κοσμικό γεγονός της χρονιάς, για την άρτια οργάνωση τους, την πολυτέλεια και τον πλούτο που επιδείκνυαν. Τα εδέσματά τους ήταν Λουδοβίκεια, με άφθονη γαλλική σαμπάνια σε κρυστάλλινα ποτήρια Βιέννης και οι καλεσμένοι ξεπερνούσαν τους 200.
Οι ακριβές τουαλέτες με δαντέλες και ταφτάδες, τα βαρύτιμα κοσμήματα (διαμάντια) και άλλα πετράδια και τα κουστούμια των ανδρών με φράκο ή άλλα επίσημα ενδύματα, συζητούνταν για μέρες στην κοινωνία των πλουσίων. Μεγάλη κουβέντα γινόταν για το πόσο ωραία έπαιξε η οικοδέσποινα στο πιάνο ή η κόρη του άρχοντα και άλλοι καλεσμένοι που συνόδευαν με κιθάρα, μαντολίνο, βιολί και φλάουτο τα διάφορα μουσικά κλασικά κομμάτια.
Αργότερα, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και την ανάπτυξη της πρώτης αστικής τάξης, ακολουθήθηκε η ίδια διασκέδαση και οι ίδιες αποκριάτικες εκδηλώσεις όπως και στην αριστοκρατική τάξη, μεταφέροντας τις χοροεσπερίδες σε μεγάλα κέντρα της πόλης, με τη συνοδεία άφθονου κομφετί και σερπαντίνας, το κάλεσμα κάποιας σπουδαίας χορεύτριας και την κλήρωση δώρων των μεγάλων καταστημάτων.
Η αστική τάξη πλαισιώνονταν από τους ιθύνοντες που κατέφθασαν και επάνδρωσαν τις αρχές του ελληνικού κράτους, των δημοσίων υπηρεσιών και των κομματαρχών τους από την κάτω Ελλάδα.
Η τάξη των πλουσίων αστών, για αποκριάτικες εκδηλώσεις έδιναν μα τις χοροεσπερίδες, τις οποίες τις ετοίμαζαν από τον Γενάρη μήνα με διοργανωτές διάφορους συλλόγους, όπως ο Γυμναστικός Σύλλογος, ο Σύλλογος Καλλιτεχνών και Φιλότεχνων, Λέσχη Επιστημόνων και άλλων φιλανθρωπικών σωματείων.
Οι χοροεσπερίδες ήταν το ανφάν-γκατέ της πόλης και γινόταν με κάθε επισημότητα και τάξη, όπως γινόταν παλιά στις αριστοκρατικές δεξιώσεις του Παρισιού, που ο εκφωνητής υπηρέτης της εισόδου ανήγγειλε κάθε φορά τους προσκεκλημένους, με τη διαφορά ότι τον «εκφωνητή υπηρέτη» τον έπαιζε ο καθημερινός τύπος της πόλης τις επόμενες μέρες.
Ο προσκεκλημένος σε κάθε χοροεσπερίδα έπρεπε να φέρει την ειδική κάρτα και το εισιτήριο ότι είχε πληρώσει το ανάλογο ποσό για την ενίσχυση του Συλλόγου. Ανάλογα με τη περίπτωση και το πορτοφόλι και την άλλη μέρα στις εφημερίδες διανθίζονταν τα ιδιαίτερα ενδυματολογικά χαρακτηριστικά, οι χορευτικές φιγούρες, με έναν ιδιαίτερο θριαμβευτικό τόνο εκεί που οι συνδαιτυμόνες είχαν στρέψει περισσότερο την προσοχή τους.
Η ορχήστρα ήταν καλεσμένη πάντα από κάποια γειτονική πόλη, γνωστή για τη φήμη της και ο χορός άρχιζε με μια μικρή εισαγωγή από ελληνικούς χορούς για να ικανοποιηθούν κι οι στρατιωτικοί των εθνικών ασμάτων και συνεχίζονταν μέχρι πρωίας με ευρωπαϊκούς χορούς βαλς, φοξ, καντρίλιες, πόλκα, μαζούρκα και ταγκό.
Εκεί ξεχώριζαν οι τουαλέτες των αστών κυριών και των δεσποινίδων και το θέμα των συζητήσεων ήταν πάλι, το τι φορούσαν οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας. Τα πανάκριβα κοσμήματα, τα εξεζητημένα νέα χτενίσματα που είχαν φτάσει από το Παρίσι και όλα τα υπόλοιπα αξεσουάρ που για την αριστοκρατική και αστική τάξη ένα ταξίδι στο Παρίσι σήμαινε όπως ένας περίπατος για έναν καφέ στη σημερινή κεντρική πλατεία της πόλης.
Οι ετοιμασίες άρχιζαν 1-2 μήνες πριν από τον χορό, ράβοντας τις πανάκριβες τουαλέτες τους και ένα 1-2 μήνες μετά για το τι φορούσε η κάθε μια από τις κυρίες και δεσποινίδες με το ανάλογο κουτσομπολιό για κάποια αδεξιότητα στο χορό και άλλα που συντηρούσαν για μέρες τις συζητήσεις και τα ενδιαφέροντα του «καλού κόσμου», όπως τον ονομάτιζε ο τοπικός τύπος.
Τις άλλες μέρες ο τύπος εκθείαζε και γέμιζε σελίδες ολόκληρες με τα ονόματα των παρευρισκόμενων σε αντίθεση με τα περιφρονητικά σχόλια τους των συντακτών για την τάξη των φτωχών και πάμπτωχων για τον ποταπό και καρναβαλικό τρόπο που γιόρταζαν τις Απόκριες με τις μασκαράτες, το γύρισμα της κακότεχνης καμήλας, των γύφτων και των αρκουδιάρων και ότι ήταν συνυφασμένο με τα παραδοσιακά αποκριάτικα έθιμα των λαϊκών τάξεων που σε πείσμα όλων των παραπάνω, εκείνοι διατηρούσαν τους λαϊκούς και δημοτικούς χορούς, τις λαϊκές και δημοτικές ενδυμασίες τους και τις μασκαράτες που σατίριζαν ότι είχε σχέση με την εξουσία και την υποκρισία της αριστοκρατικής και αστικής τάξης.
Το δε μενού της αριστοκρατικής και μεγαλοαστικής τάξης της πόλης ήταν το χαβιάρι. Χαβιάρι μαύρο, χαβιάρι Μεσολογγίου και μπρικ, ταραμάς γλωσσάτος χαβιαρογλώσσα, αστακοί γαρίδες, στρείδια καβούρια οκταπόδι και πίνανε βότκα και γαλλική σαμπάνια.
Β.Πάνος.